“Θέλω να εκφράσω αυτά που σκέφτομαι, αυτά που αισθάνομαι” είπε ο Κηθ σε απάντηση στην ερώτησή μου γιατί γράφει και δημοσιεύει ποιήματα.
Καθόμασταν στον κήπο του σπιτιού του έξω από την Οξφόρδη όπου είχε αποσυρθεί με τη γυναίκα του, μετά την συνταξιοδότηση του. Ήταν δύο χρόνια μικρότερος μου κι ένα έτος πίσω μου όταν σπουδάζαμε Αγγλική Φιλολογία στο University College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου πριν από πολλές δεκαετίες, Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης δίδασκε όπου μπορούσε το θέατρο και οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις και είχε εξαιρετική αίσθηση κωμωδίας — μα αντί να γράψει θέατρο προτιμούσε ποίηση! Τα ποιήματά του, παρότι δημοσιευμένα σε δύο συλλογές που είχαν σχετικά καλές κριτικές, δεν ήταν πολύ καλά κατά την δική μου γνώμη και του το είχα πει κι εξηγήσει την κρίση μου.
“Ναι,” είπα, “μα όλοι όσοι γράφουν αυτό λένε. Είναι αυτός ο μόνος λόγος;”
“Ξέρουμε πως έχει κάποια αίγλη ο τίτλος “ποιητής” ή και “συγγραφέας”, ακόμα και αν δεν είσαι επιτυχημένος. Και πολλοί μάλιστα μετά τη φήμη θέλουν χρήματα. Με την ποίηση βέβαια δεν βγάζεις λεφτά. Θέλω να πω κάτι καλό και όμορφο στον κόσμο, στους αναγνώστες μου – μετά από τόσα χρόνια μελέτης και διδασκαλίας και, κυρίως, την επαναληπτική ανάγνωση των καλύτερων λογοτεχνών στην αγγλική γλώσσα και είναι πολλοί και πράγματι καλοί”.
Συμφώνησα μα τον ρώτησα αν είχε κάτι σημαντικό και συγκεκριμένο που νόμιζε πως θα το ήθελαν αυτοί που ακόμα διάβαζαν ποίηση. Ή αν είχε κάποιες αξιόλογες εμπειρίες από τη ζωή, εκλάμψεις διόρασης και κατανόησης.
“Δεν ξέρω. Άλλοι θα κρίνουν. Οπωσδήποτε και ο ποιητής, όπως κάθε άνθρωπος, έχει κάποια ατζέντα, είναι κάπως, κάπου στρατευμένος – στην πολιτική, στη θρησκεία. Μα αν ο σκοπός του, η θεματολογία του είναι η προώθηση αυτής της άποψης τότε καλύτερα να γράψει δοκίμια φιλοσοφικά, ιστορικά, θρησκευτικά διότι ποίηση και προπαγάνδα δεν συνδυάζονται, αν και μπορεί κάποιος να γράψει προπαγάνδα των πεποιθήσεών του, δηλαδή θρησκευτικά και πολιτικό–οικονομικά ζητήματα σε ποιητικά φυλλάδια. Μα η καλή, η γνήσια ποίηση ήταν πάντα και είναι κάτι πολύ ανώτερο”.
“Τι εννοείς μ’ αυτό;” ρώτησα.
“Ο σκοπός του ποιητή πρέπει να είναι η ανύψωση του νου – και του δικού του μα και του αναγνώστη με κάποια κάθαρση και χαρά, τελικά”.
Συμφώνησα και πρόσθεσα – “Μα η σκοτεινότητα που έγινε πια αναπόσπαστο στοιχείο πως βοηθάει;”
“Έγινε πια αναπόσπαστο στοιχείο, όπως λες. Ξεκίνησε με τους Γάλλους στα μισά περίπου του 19ου αιώνα και απλώθηκε στην Βρετανία, την Ευρώπη, την Αμερική τον υπόλοιπο κόσμο σε λιγότερο από 100 χρόνια. Από τη στιγμή που έσπασε η έλλογη νοηματική επιφάνεια και ο τρόπος του ελεύθερου στίχου υιοθετήθηκε από μεγάλους ποιητές σαν τον Έλιοτ και τον Έζρα Πάουντ, δεν μπορείς να συνεχίσεις με τα παρωχημένα καλούπια ανενόχλητος”.
“Αρκετοί ποιητές τα καταφέρνουν. Η Σύλβια Πλαθ, ο Νόρμαν ΜάκΚεγκ ο Σκωτσέζος… Έχουν γράψει πολύ άμεσα αντιληπτά ποιήματα και πολύ όμορφα. Στο ξαναλέω εσύ έκανες λάθος επιλογή. Έπρεπε να γράψεις θέατρο”.
Όπως πάντα σε τέτοιες συζητήσεις, μείναμε δίχως οριστική συμφωνία.
Εκείνος συνεχίζει με τα ποιήματά του, εγώ με τις κριτικές προσεγγίσεις μου…