1. Πριν τον χριστιανισμό, η θρησκευτική εξουσία και η πολιτική γνώριζαν τις ξεχωριστές σφαίρες λειτουργίας κι επιρροής τους και υπήρχε σχετικά αρμονική συμβίωση μεταξύ τους, καθώς σπάνια η μια επενέβαινε στη σφαίρα της άλλης.
Με τον χριστιανισμό, η σχέση άλλαξε καθώς η Εκκλησία διεκδικούσε δύναμη κι εξουσία από τον αόρατο ουράνιο Βασιλέα, τον Θεό και Δημιουργό των πάντων. Με χοντρό περιορισμό νόησης, δεν δεχόταν πως και ο αυτοκράτορας στη Ρώμη, παγανιστής, ειδωλολάτρης, είχε εξουσία “ελέω Θεού” (ή θεών). Ως Ποντίφικας ήταν κι αυτός, όπως ο όποιος επίσκοπος, γέφυρα μεταξύ γήινου και ουράνιου κόσμου.
2. Σαφώς ο αυτοκράτορας δεν επιδιδόταν στη σωτηρία των ψυχών των υπηκόων του. Αυτό το έργο το άφηνε στους ιερείς και φιλόσοφους των διάφορων θρησκευμάτων. Αργότερα και ο αυτοκράτορας στη Δύση και στο Βυζάντιο, μετά τον 4ο αιώνα, όταν πια εκχριστιανίστηκαν, κι αυτοί άφηναν το έργο της σωτηρίας των ψυχών στους εκκλησιαστικούς, θεολόγους και φιλοσόφους της “μιας και αληθινής θρησκείας”.
Μα τώρα παρουσιάστηκε αυξανόμενη ένταση μεταξύ των δυο εξουσιών – της εκκλησιαστικής και της πολιτικής.
Ο μεν αυτοκράτορας ήθελε (και συχνά η Εκκλησία τον καλούσε) να επεμβαίνει σε θρησκευτικά ζητήματα (και δόγματα) ενώ ο εκκλησιαστικός ηγεμόνας (Πάπας ή Πατριάρχης) συχνά επενέβαινε σε πολιτικά ή διοικητικά ζητήματα. Αυτό γινόταν περισσότερο στη δυτική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στον Μεσαίωνα ως και την ύστερη Αναγέννηση στον 16ο αιώνα.
3. Τώρα πια ούτε ο ένας ηγεμόνας ούτε ο άλλος είχαν την έμφυτη θεϊκή, την υπερανθρώπινη, υπερκόσμια δύναμη που τους έδινε ισχύ κι εξουσία και αυθεντία, δίχως την ανάγκη ανθρώπων, βίας και όπλων. Τώρα και ο ένας και ο άλλος βασίζονταν στη θέληση και πίστη των ανθρώπων και στη βία των όπλων.
Οι παλαιοί τίτλοι διαιωνίζονταν – αυτο-κράτωρ (imperator), ποντί-φικας (pontifex), πατρι-άρχης, Πάπας, βασιλεύς, άγιος πατήρ κ.λπ., μα οι τιτλούχοι δεν είχαν πια την ουσιαστική δύναμη άνωθεν, έτσι που ο λόγος τους να πραγματωνόταν αυτόματα και “θαυματουργά” στον υλικό κόσμο. Ο λόγος τους πραγματωνόταν, όταν ήταν εφικτό, από τις ενέργειες βοηθών-αξιωματούχων, οι οποίοι λειτουργούσαν με υπακοή και αφοσίωση.
Ακόμα και ο Φαραώ που ήταν, στους τελευταίους αιώνες πκχ, ο μόνος άρχοντας που συνδύαζε στο πρόσωπό του και τις δύο εξουσίες – την πολιτική και τη θρησκευτική – δεν είχε την έμφυτη, εσωτερική υπερκόσμια δύναμη.
4. “Όταν το Ταο λησμονήθηκε ολότελα, έμειναν οι ιδιότητές του. Όταν οι ιδιότητές του εξαφανίστηκαν, εμφανίστηκε η καλοσύνη. Όταν η καλοσύνη πέρασε, παρουσιάστηκε η ορθότητα, δογματική, ηθική και πολιτική. Όταν η ορθότητα πέρασε, παρουσιάστηκε ο καθωσπρεπισμός. Αυτός τώρα είναι μια ισχνή μορφή ευσέβειας των παιδιών προς μεγάλους κι εμπιστοσύνη, μα είναι και η απαρχή της σύγχυσης” (Ταο Τε Τσινγκ 36).
Η αληθινή δύναμη, η πραγματική πνευματικότητα είχε χαθεί πριν την αρχή της ιστορικής περιόδου, όταν κατά το 3.100 πκχ άρχισε το Καλιγιούγκα της Βεδικής Παράδοσης κι εξαπλώθηκε η γραφή στην Αίγυπτο, Μεσοποταμία και στην κοιλάδα του Ινδού.
Οι συγκρούσεις στη συνέχεια μεταξύ θρησκευτικού ηγεμόνα και πολιτικού καθώς και μεταξύ ηγεμόνων της Δύσης και της Ανατολής είναι γνωστές και καλά ιστορημένες σε πολλές μελέτες.
Αυτό και μόνο το γεγονός συν η αποκλειστικότητα πνευματικής δύναμης και αυθεντίας που διεκδικούσε κάθε οργανωμένη εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία, δείχνουν πως δεν είχαν αληθινή πνευματική δύναμη.
5. Μαζί με την παρακμή των δύο εξουσιών προχώρησε και ο μαρασμός του μεσαιωνικού ιπποτισμού (chivalry, knighthood), ο οποίος επίσης εξέφραζε μια ανώτερη πνευματική ενέργεια και λειτουργούσε ως υπερ-εθνικός διεθνής θεσμός ή δύναμη. Ακόμα και οι ιππότες του βασιλιά Αρθούρου ταξίδευαν να εκτελέσουν αποστολές σε μακρινές περιοχές.
Ο ιππότης γινόταν, δεν γεννιόταν τέτοιος. Χριζόταν ιππότης από άλλον ιππότη ή από τον βασιλέα, μόνο αφού υπηρετούσε ως ιπποκόμος για όσο χρειαζόταν και αποδείκνυε πως είχε τη βούληση και είχε αποκτήσει τις δεξιότητες του ιππότη.
Η εκκλησία δεν έβλεπε με καλό μάτι τον ιπποτισμό στη Δύση διότι, όπως έγραψε ο Αγ. Αυγουστίνος (Η Πολιτεία του Θεού 19.7): “Ο Κύριος διέταξε τον Πέτρο να βάλει στη θήκη το ξίφος του κι έτσι αφόπλισε τους πολεμιστές”. Εδώ, όμως, βλέπουμε μια σοβαρή αντίφαση αφού οι Πάπες καλούσαν ιππότες κ.α. να πάνε να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους!
Ο γνήσιος ιππότης ακολουθούσε αυστηρή πειθαρχία και ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει τη ζωή του για την ανάρρωση του ασθενούς άρχοντα και του παρηκμασμένου βασιλείου του (“Η έρημη χώρα”). Επίσης θα αναλάμβανε και οποιαδήποτε νόμιμη αποστολή του έδινε κάποια Κυρία στην οποία αφοσιωνόταν. Και οι σταυροφόροι πήγαιναν στην Παλαιστίνη αφιερώνοντας την πολεμική τους τέχνη όχι μόνο στον Σταυρό μα και στην Κυρία ή Δέσποινά τους. Η γυναίκα αντιπροσώπευε την πειθαρχία και σοφία που τους οδηγούσε στην τελική εξάγνιση. Οι Ναΐτες και του τάγματος του Αγίου Ιωάννη ήταν κατ’ εξοχή τέτοιοι. (Υπήρχαν βέβαια και πολλοί ανάξιοι κι έκφυλοι που πήγαιναν για το πλιάτσικο.)
6. Συγκρίνετε τους σύγχρονους “ιππότες” που χρίζει, π.χ., η βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄. Είναι πολλοί στρατιωτικοί και άνθρωποι των επιστημών και των γραμμάτων. Μα είναι και πολλοί επιχειρηματίες που πλούτισαν και καλλιτέχνες του θεάτρου, της μουσικής κ.λπ. Σε πολλές περιπτώσεις η πνευματικότητα είναι σχεδόν εντελώς ανύπαρκτη (όπως π.χ. στον Σερ Έλτον Τζον, τον ομοφυλόφιλο τραγουδιστή).
Μα και η ίδια η βασιλική οικογένεια γεννοβολά καλοπερασάκηδες πρίγκηπες που απολαμβάνουν σεβασμό και τιμές ενώ σκορπούν σκάνδαλα.
Η παρακμή εδώ είναι καταφανέστατη.