1. Ο φοβερός υπερπληθωρισμός άρχισε να κοπάζει στις αρχές του 1924 όταν πια ανέλαβε ως Καγκελάριος ο Γκούσταβ Στρέζεμαν. Ένα νέο νόμισμα τυπώθηκε που στηριζόταν δήθεν στα αποθέματα χρυσού στη Γερμανία και τις άλλες κτήσεις της. Η στήριξη δεν ίσχυε στην πραγματικότητα μα ίσχυσε η πίστη και αυτή έκανε το θαύμα της καθώς ενώ η τιμή των αγαθών ανέβαινε η ισοτιμία τους με τον χρυσό παρέμεινε ίδια. Έτσι, ενώ η εφημερίδα κόστιζε 5,6 δις μάρκα αρχές Νοεμβρίου 1923, 60 δις στις 9/11 κι 90 δις στις 17/11, το κόστος σε χρυσό ήταν σταθερά 15 χρυσά πφένιχ.
Έτσι το νέο μάρκο έφερε γοργά ηρεμία σε πολλούς τομείς. Η κατάσταση βελτιώθηκε περισσότερο με την εκλογή του στρατάρχη φον Χίντεμπουργκ ως Προέδρου της δημοκρατίας το 1925.
2. Αλλά στη γενικότερη αστάθεια και αβεβαιότητα με την πολεμική ήττα και τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις αριστερών και δεξιών, με τον πληθωρισμό και τη συνακόλουθη φτώχεια, χάθηκε η όποια συνείδηση αξίας κι εμφανίστηκε αυξανόμενος κυνισμός και διάχυτη ελευθεριότητα. Με τους πολλούς θανάτους και τη φτήνια της ανθρώπινης ζωής οι Βερολινέζοι στράφηκαν στο σεξ και με την έλλειψη αντρών οι γυναίκες έγιναν «πιο απελευθερωμένες» ενώ αυξήθηκαν και οι ζιγκολό.
«Ο έρωτας», λεγόταν στα πάρτι και τις άλλες μαζώξεις, «είναι η ανόητη υπερτίμηση της απειροελάχιστης διαφοράς ανάμεσα σε ένα σεξουαλικό αντικείμενο και άλλο.»
3. Ο Αυστριακός Στέφαν Τσβάιχ είδε τους Βερολινέζους να εξασκούν τη διαστροφή με όλη τη συστηματική τους ενδελέχεια. Κι έγραψε: «Βαμμένα αγόρια με ψεύτικα βυζιά περπατούσαν καμαρωτά… κάθε γυμνασιόπαιδο ήθελε να βγάλει κάποιο φράγκο… Νέα κορίτσια υπερηφανεύονταν για τη διαστροφή τους. Σε κάθε σχολείο του Βερολίνου εκείνο τον καιρό θεωρούνταν γελοίο να είσαι ακόμα παρθένα στα 16 σου.»
Ο δε Ρώσος συγγραφέας Ηλίας Έρενμπουργκ ένα βράδυ οδηγήθηκε από γνωστούς «σε ένα ενδιαφέρον μέρος», σημείωσε. Ήταν σε ένα καθωσπρέπει αστικό διαμέρισμα του Βερολίνου. Ο ιδιοκτήτης ήταν (σύμφωνα με φωτογραφίες στους τοίχους) ανώτερος αξιωματικός. Ήπιαν όλοι σαμπάνια κι ένα πιο δυνατό ποτό. Μετά, εμφανίστηκαν οι δυο θυγατέρες που άρχισαν να χορεύουν γυμνές και η μία μιλούσε για τον Ντοστογιέφσκι. Η μητέρα κοιτούσε με προσμονή τους καλεσμένους μήπως κι επιθυμήσουν τις κοπέλες και πληρώσουν σε δολάρια. (Geert Mak: Στην Ευρώπη… 2007 Μεταίχμιο, μτφρ Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά, 336-9.)
4. Σε τέτοιες συνθήκες όπου έκλυτα ήθη συνοδεύουν έντονο κοινωνικό αναβρασμό και οικονομική δυσπραγία δεν είναι παράξενο που αυξήθηκε και η εγκληματικότητα στον υπόκοσμο (και στην πολιτική) τη δεκαετία 1920.
Ο Καρλ Γκρόσμαν ήταν ένας επαγγελματίας χασάπης και κατά συρροή δολοφόνος που πετσόκοψε σε τρία χρόνια 23 γυναίκες σκορπώντας τα κομμάτια τους εδώ κι εκεί στο Βερολίνο. Ο συνάδελφός του Γκέοργκ Χάρμαν ειδικευόταν στα αγόρια. Μετά το βίαιο σεξ τους έσκιζε τον λαιμό κυριολεκτικά με τα δόντια: 25 αγόρια ήταν τα θύματα του.
Μετά ήταν ο αρχηγός των ναζιστικών SA Χορστ Βέσελ που βρέθηκε (17/1/30) βαριά πληγωμένος στο σπίτι του. Αρχικά θεωρήθηκε πως ήταν πολιτικό έγκλημα -ένα από τα πολλά- και ο περιφερειάρχης Γκέμπελς τον ανήγαγε σε ήρωα των Ναζί που είχε δεχτεί επίθεση από τις Κόκκινες Ορδές. Αποκαλύφθηκε όμως πως ο Βέσελ (πέθανε στο νοσοκομείο το Φεβρουάριο) είχε νταραβέρια με ένα νταβατζή Άλι Χέλερ λόγω κάποιας πόρνης, μα τελικά χρωστούσε πολλά λεφτά στη σπιτονοικοκυρά του κι εκείνη κανόνισε ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» – κατά τον αστυνομικό φάκελο.
Στο διάστημα 1918-1922 μόνο, διαπράχθηκαν από την ακροδεξιά πάνω από 350 φόνοι και από την ακροαριστερά 22. Από 354 ακροδεξιές δολοφονίες οι 326 παρέμειναν ανεξιχνίαστες, ενώ από τις 22 αριστερές βρέθηκαν και τιμωρήθηκαν οι 17 δράστες.
5. Το χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ κατέρρευσε στις 24 Οκτωβρίου 1929 – η «Μαύρη Πέμπτη». Η κρίση τάραξε όλο τον κόσμο μα η Γερμανία σείστηκε συθέμελα αφού η σταδιακή επανόρθωση της χώρας χρηματοδοτούνταν από την Αμερική.
Υπήρχε κάποιο δήθεν σχέδιο ελάφρυνσης του Γερμανικού χρέους σε μια κυκλική άντληση χρημάτων. Η Γερμανία πλήρωνε την Αγγλία και τη Γαλλία κι έτσι αυτές πλήρωναν τα δικά τους πολεμικά χρέη στην Αμερική. Στη συνέχεια η Αμερική δάνειζε τη Γερμανία και ούτω καθεξής. Μα μετά την κρίση η Αμερική κρατούσε όλα τα χρήματα για τον εαυτό της και η γερμανική οικονομία κατέρρευσε πλήρως.
Τον Ιανουάριο 1930 οι άνεργοι στη Γερμανία από ενάμισι εκατομμύριο αυξήθηκαν σε δυόμισι εκατομμύρια. Στο Βερολίνο μόνο τον Απρίλιο έφθασαν τις 700.000. Εκατοντάδες μαγαζιά έκλειναν και οι εργαζόμενοι γίνονταν φτωχοί άστεγοι.
Το 1931 ο αριθμός ανέβηκε στα 4 εκατομμύρια και το 1933 έγινε 6 εκατομμύρια.
Αυτό βοήθησε τα μέγιστα τον Χίτλερ να αυξήσει τους οπαδούς του και να ανέλθει νόμιμα στην εξουσία.