1. Το καλοκαίρι 1947 ο Ουσπένσκι ήταν σωματικά ένας πολύ αδύναμος γέροντας που, επιπρόσθετα, είχε αποκτήσει νέες ανθυγιεινές συνήθειες. Το περπάτημά του είχε γίνει πολύ δύσκολο. Συχνά δεν είχε όρεξη για φαγητό ή έτρωγε σε ακανόνιστες ώρες κι έπινε. Συχνά έμενε ξύπνιος και δραστήριος τη νύχτα και κοιμόταν τη μέρα. Περπατούσε όμως επίμονα παρά τη δυσκολία που είχε.
Τον Απρίλιο οι στενοί του σύντροφοι παρατήρησαν την παράξενη συμπεριφορά του και πίστευαν, όπως «το διατύπωσαν στον εαυτό τους ότι ο Ουσπένσκι πειραματιζόταν με τον θάνατο» (σ 23).
Αργά ένα βράδυ «ένιωθαν πεπεισμένοι πως περίμενε το τέλος του». Εδώ επίσης είναι μια υποκειμενική κρίση. Μπορεί αυτοί να νόμιζαν πως θα ερχόταν το τέλος αλλά δε γράφεται κάτι που να δείχνει πως ο Ουσπένσκι το πίστευε αυτό. Όταν δε την επομένη ο Ουσπένσκι, ζωηρός και σε καλή διάθεση, «είχε, ως φαίνεται, εσκεμμένα στρέψει την πλάτη του στον θάνατο», ο συγγραφέας δεν θέλει να καταλάβει πως η αντίληψή του δεν έχει αντικειμενικότητα και το καλύπτει με μια αοριστία.
Εκτός από τέτοιες υποκειμενικές αντιλήψεις, νόμιζαν πως όποτε ο Ουσπένσκι μιλούσε για το παρελθόν στη Ρωσία ή κοιτούσε φωτογραφίες, οργάνωνε την επανάληψη της ενσωμάτωσής του. Και ο Colin Smith έκρινε πως ο Ουσπένσκι πετύχαινε κάτι θετικό από αυτά τα «πειράματα» (κεφ 5, σ 39).
2. Ο Ουσπένσκι είχε σε μεγάλο βαθμό μετατρέψει τη νύχτα σε μέρα παίρνοντας, π.χ. το μεσημεριανό του μεσάνυχτα! Τους ανάγκαζε επίσης να τον περιφέρουν με το αμάξι μέσα στη νύχτα ψάχνοντας για κάποιο συγκεκριμένο μέρος που όμως δεν έβρισκαν. Φυσικά, κοιμόταν πολύ λίγο και αυτό συνήθως μέσα στη μέρα.
Η ομιλία του συχνά ήταν ασυνάρτητη. Μετά από μια εκτρωματική προσπάθεια να ξαναπάει στην Αμερική, που περιγράφεται λεπτομερώς, έμεινε στη Αγγλία παρότι εισιτήρια είχαν αγοραστεί κι είχαν γίνει όλες οι διευθετήσεις. Μα αργότερα είπε ξανά πως θα πήγαινε, όχι όμως πριν τον Οκτώβριο. Μετά μίλησε για έναν φίλο του, τον Πλάβιν, στο Σίδνεϊ Αυστραλίας κι ένα ταξίδι εκεί. (Ο Colin Smith ερμηνεύει αυτά τα επικείμενα, απραγματοποίητα ταξίδια ως αλληγορίες για έναν άγνωστο προορισμό – του πνεύματος;)
Θα ζητούσε ένα «κομμάτι σπάγγο» ή κάποτε «κάποιο πράγμα – μιάμιση γιάρδα μήκος – να αγοραστεί από ένα μαγαζί στο Charing Cross (τοποθεσία στο Λονδίνο). Μα όταν του ζητούσαν περισσότερες λεπτομέρειες, γελούσε κι άλλαζε θέμα. Ο Colin Smith δεν επιχειρεί ερμηνεία των λόγων αυτών μα πίστευε πως «η φαινομενική λησμοσύνη και κατάχρηση των λέξεων ήταν σκόπιμη». Ή ο Ουσπένσκι θα φώναζε «Φέρτε το!» στη μέση ενός γεύματος. Ή θα ρωτούσε ξαφνικά «Ποιος/ποια είσαι;». Μα δεν θα ικανοποιούνταν από τις απαντήσεις και θα ζητούσε από το κάθε παρόν άτομο να του φέρει τσιγάρα, κρασί, ένα μαντήλι και παρόμοια – όμως όχι αυτά τα πράγματα, θα πρόσθετε! Παραδόξως οι οπαδοί και ο συγγραφέας δεν βλέπουν εδώ γεροντίαση ή σύγχυση.
3. Ο συγγραφέας σε όλη την αφήγηση εκδηλώνει, κατά τη γνώμη μου, εντυπωσιακή ανεντιμότητα. Μια συμπεριφορά, συμπτώματα διάφορα, εκφράσεις και πράξεις που σε κανονικές συνθήκες με κανονικούς λογικούς ανθρώπους, ακόμα και αγίους, μύστες και αποκρυφιστές, θα περνούσαν ως γνωρίσματα άνοιας ή αδιαφορίας για τους άλλους, εδώ παρουσιάζονται ως πνευματικές, εσωτερικές, μυστηριώδεις έστω, εκδηλώσεις.
Και το κεφάλαιο 8 αρχίζει με μια τρομερά παράξενη πρόταση: «Η περίοδος μετά τη 17η – 18η Σεπτεμβρίου γίνεται όλο και πιο δύσκολη να περιγραφτεί αντικειμενικά. Διότι σε αυτό το σημείο ήταν απαραίτητο πια για όσους ήταν σε στενή επαφή με τον Ουσπένσκι να παραδεχθούν την ύπαρξη θαυμάτων».
Αυτή είναι ξεδιάντροπη γραφή. Διότι λίγα πράγματα στα προηγούμενα κεφάλαια μπορούν αντικειμενικά να ειπωθούν πως είναι αντικειμενικά (=ξεκάθαρα, αμερόληπτα, αληθινά). Και αυτά που ακολουθούν δεν είναι πολύ διαφορετικά και σίγουρα όχι «θαύματα».
4. Συλλογιστείτε. Ο Ουσπένσκι λίγο πριν την αυγή κάθεται στο αυτοκίνητο και δεν θέλει να βγει. Μετά, βγαίνει καθώς τον πιέζουν και τον τραβούν μα αφού απομακρυνθεί λίγο τρέχει πίσω και ξαναμπαίνει. Μπορεί αυτό να ήταν μια δοκιμασία για τους οπαδούς του κι ένα «πείραμα», αλλά πως ήταν για τον ταξιτζή που δεν ήξερε τι να κάνει και για τον ιδιοκτήτη του ταξί που ήρθε να περισώσει τον υπάλληλό του; (κεφ 5, σ 35, 37 κεφ 6, σ 41) Ήταν ένα «θαύμα»; Τι το αξιοθαύμαστο υπάρχει εδώ όταν οι ξένοι δεν λαμβάνονται υπόψη;…
Δεν θα εξετάσω τις κοπιώδεις προετοιμασίες για το ταξίδι στην Αμερική και την οδήγηση στο Southampton για την επιβίβαση στο πλοίο. Όλες οι βαλίτσες, ακόμα και η Μις Q. επιβιβάστηκαν μα ο Ουσπένσκι δεν μπόρεσε να ανέβει την πλευρική σκάλα του πλοίου. Έτσι όλοι, εκτός από την Μις Q που όντως ταξίδεψε, γύρισαν στο Lyne Place (O Colin Smith πάλι βλέπει εδώ μια δοκιμασία και θυμάται ανάμεσα στις ασυναρτησίες του Ουσπένσκι κάποια λόγια που “έδειχναν πως δεν είχε πρόθεση να πάει”!)
Το κεφάλαιο του Last Remembrances of a Magician που είναι πιο βιογραφικό έχει αρκετά κενά εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκονταν μερικά δολερά περιστατικά. Αναφέρεται η πρώτη συνάντηση του Ουσπένσκι με τη μελλοντική σύζυγο του μα δεν λέγεται τίποτα για την παθιασμένη σχέση του με την Anna Butkovski πριν το 1915. Μετά, μαθαίνουμε για εντατική εργασία στο Εσεντούκι το καλοκαίρι του 1917, μα όχι για τον διαχωρισμό που έκανε ο Ουσπένσκι μεταξύ «συστήματος» και δασκάλου καθώς ετοιμαζόταν να απομακρυνθεί. Ούτε μαθαίνουμε πως σε μια από τις ανοικτές ομιλίες του Γκουρτζίεφ στο Λονδίνο (1922), ο Γκουρτζίεφ κατηγόρησε ευθέως τον Ουσπένσκι πως δεν είχε ούτε την άδεια (από τον Γκουρτζίεφ) ούτε την ικανότητα να διδάξει τη διδασκαλία του Γκουρτζίεφ. Ούτε λέγεται (σ 10) πως η κυρία Ουσπένσκι (Μαντάμ) προτιμούσε τον Γκουρτζίεφ, έμεινε στο Ινστιτούτο του στη Γαλλία και μόνο το 1928 την έστειλε στον Ουσπένσκι ο Γκουρτζίεφ ο ίδιος, ενώ αργότερα εκείνη έφυγε πάλι κι έμεινε στις ΗΠΑ.
Αυτές όλες οι παραλείψεις δεν μπορούν να οριστούν ως αντικειμενική ιστορικότητα. Και ο μεν Ουσπένσκι μπορεί κάλλιστα να δικαιολογηθεί ως γεροντικός και άρρωστος, αλλά τι να πούμε για τους άλλους;…