Επιστολή του Μαρσίλιο Φιτσίνο* στον Giovanni Cavalcanti.
Επειδή τώρα τελευταία (1) αναγκάζομαι να περνώ μακρά διαστήματα στο κρεβάτι, συλλογιζόμουνα την κατάλληλη θεραπεία για την ανία του συνεχιζόμενου περιορισμού. Στο νου μου ήρθε το πρώτο, και όντως μοναδικό, πράγμα που θα μπορούσε να ανακουφίσει την ανία που με απειλεί: ο Καβαλκάντι μου, ο ειδικός γιατρός μου. Έτσι καλώς ήλθες πάλι, εσύ που μου δίνεις υγεία, που αποδιώχνεις τα κακά και συντηρείς τα καλά μου.
Τζιοβάνι, εσύ ασφαλώς κάνεις καθημερινά για μένα πολλά πράγματα ξεκάθαρα, αλλά κυρίως αυτό το απόφθεγμα του Αριστοτέλη – ότι στην ανθρώπινη κατάσταση τίποτα δεν είναι τόσο γεμάτο χάρη όσο η παρουσία ενός εξαίρετου φίλου.(2) Έμαθα πριν από καιρό τις σημασίες και την αλήθεια αυτού του αποφθέγματος, και κατανόησα τη βαθύτερη αρχή. Να, εκείνος που μέσα μου με παρέσυρε μακριά από τον εαυτό μου (παλαιότερα από δική μου επιθυμία και πρόσφατα εξαιτίας της σωματικής απουσίας του), ο ίδιος εκείνος, με μια ορισμένη κοινή διάθεση του νου και με τη νοερή παρουσία του, σαν αντίδοτο, με επαναφέρει στον εαυτό μου.
Είναι αρκετά γνωστό με πόση ευχαρίστηση όλοι οι άνθρωποι – ακόμα και οι μικροκαμωμένοι – θαυμάζουν το είδωλό τους στον καθρέπτη. Αλλά ο φίλος βλέπει βαθιά σ’ έναν φίλο όχι μόνο το είδωλό του αλλά τον ίδιο τον εαυτό του. Παρότι σίγουρα φαίνομαι ωραίος μέσα μου, ωστόσο είμαι μικροκαμωμένος στο σώμα, λιγνός και κοντός. Εντούτοις στον ανθρώπινο καθρέπτη, που κατάγεται από τον Θεό,(3) και στον όποιο αγάπησα, βλέπω για εικοσιπέντε χρόνια τώρα τον εαυτό μου όπως αρχικά φανερώθηκε: όχι ένας νάνος αλλά ο πρώτος των ανθρώπων.
Επομένως θα πάρεις ένα γράμμα, ίσως περισσότερο από την ανάγκη μου παρά την εκλογή μου· διότι, όπως είπα, φαίνεται, ότι αναγκάζομαι να το γράψω, για να αποδιώξω την ανία. Αλλά τι λέω – τι παράβαση! Τζιοβάνι, δεν γνωρίζω πώς, αλλά έκανα μια σοβαρή παράβαση ενάντια στο πνεύμα και την αυθεντία του Πλάτωνα. Άκουσα τον Πλάτωνα από ψηλά να με επιπλήττει καθώς βροντάει:
Ω Μαρσίλιο, ποια ελεύθερη εκλογή και ποια αναγκαιότητα παρατηρείς σ’ έναν εραστή; Η επιστολή ενός εραστή γράφεται τόσο από εκλογή όσο και από αναγκαιότητα. Καμιά αναγκαιότητα δεν εκλέγεται ελεύθερα όσο μια από αγάπη. Καμιά ελεύθερη εκλογή δεν είναι αναγκαία όσο η εκλογή από αγάπη.
Υπάρχει τίποτα που να θέλουμε πιο ελεύθερα και περισσότερο από την αγάπη; Η αγάπη είναι η πρώτη, η υψηλότερη και διαρκέστερη ιδιότητα της θέλησης, και μας κάνει εντελώς απρόθυμους να μην αγαπούμε. Υπάρχει πάλι τίποτα πιο αναγκαίο από την αγάπη, που αθέατα, άμεσα και άσβηστα, καίει στην απροφύλαχτη καρδιά με τις ακτίνες και τις φλόγες των ουράνιων πνευμάτων; Ο εραστής ήδη νιώθει τη φουντωμένη φλόγα προτού δει την ακτίνα και το ακτινοβόλο σημείο, θα καεί εξ ανάγκης, αν καίγεται από ουράνια εντολή. Θα καεί εξ ανάγκης, διότι καθώς αναζητεί ανακούφιση τρέφει τη φλόγα με το υγρό με το όποιο επιχειρεί μάταια να τη σβήσει. Από πού προέρχεται τέτοιο θαυμαστό κράμα ελευθερίας και αναγκαιότητας – εκτός από τον Θεό; Διότι ο Θεός είναι η υπέρτατη αναγκαιότητα και η υπέρτατη ελευθερία και όλοι επιθυμούμε το υπέρτατο αγαθό πάνω από όλα. Δεν μπορούμε να επιθυμούμε αλλιώς, ούτε και θέλουμε να μπορούσαμε. Το ίδιο θα συμβεί μάλλον και στον άνθρωπο που πρώτα ελκύεται απαλά, και μετά αρπάζεται αναπάντεχα και πυρπολείται, από τη λάμψη της θεϊκής ακτίνας,(4) που φεγγοβολά πάνω μας με τόση θαυμαστή ομορφιά.
(1) Ή επιστολή αυτή φέρει την ημερομηνία, Ιανουάριος 1476.
(2) Αριστοτέλη Ηθικά Ευδήμεια VII, 12346 και VII, 2, 1236.
(3) Εννοεί τον Καβαλκάντι.
(4) Αυτή είναι η ακτίνα της Αλήθειας που με τη διπλή της δύναμη αφενός καίει και εξαγνίζει την ψυχή και αφετέρου τη φωτίζει -όπως γράφει ο Φιτσίνο στα σχόλια του στο Φίληβο του Πλάτωνα (Μ. Alien, Marsilio Ficino: The Philebus Commentary, University of California, 1975, σ. 246).