1. Κτυπάς το κουδούνι του διαμερίσματος των φίλων που επισκέπτεσαι.
‘Ποιος είναι;’ Ρωτά η φωνή της φίλης, του φίλου.
Και απαντάς: ‘Εγώ είμαι!… Ο Άκης!…’
Έτσι γίνεται σχεδόν πάντα, σε τέτοιες περιστάσεις. Σχεδόν πάντα λέμε ‘εγώ’ και μετά δίνουμε το όνομά μας. Ίσως επειδή νομίζουμε πως ο ήχος της φωνής μας θα αναγνωριστεί. Ίσως επειδή το ‘εγώ’ είναι παλαιότερο του ονόματος. Ίσως γιατί σκεφτόμαστε κι αισθανόμαστε ‘εγώ’ πολύ πιο συχνά από ό,τι το όνομα Άκης/ Αλίκη/ Γιάννα/ Γιώργος κλπ. Ίσως… δεν ξέρουμε.
Τι είναι αυτό το ‘εγώ’ στο οποίο νιώθουμε να συγκεντρώνεται ή ύπαρξη, ο χαρακτήρας, το πρόσωπο, ο εαυτός μας;
Είναι προσωπική αντωνυμία, λέμε στη γραμματική. Στην πραγματικότητα είναι ‘παντωνυμία’ αφού όλοι κι όλες τη χρησιμοποιούμε για τον ίδιο σκοπό.
2. Η παντωνυμία ‘εγώ’ από μόνη της δεν λέει τίποτα, όπως μας φαίνεται αρχικά. Μπορεί να είναι άντρας ή γυναίκα, γέρος ή παιδάκι. Και, υποθέτω, αν ο σκύλος, η γάτα, το περιστέρι, το κουνούπι, όποιο ζώο, όποιο φυτό, μπορούσε να νιώθει τον εαυτό του, θα σκεφτόταν ή θα έλεγε «εγώ»!
Για να ξεχωρίσει ένα πλάσμα, ένας άνθρωπος ως άτομο, χρειάζονται άλλα γνωρίσματα, άλλες ιδιότητες, που καθορίζουν την ξεχωριστή ταυτότητα.
Τέτοια χαρακτηριστικά επισημάναμε στο προηγούμενο άρθρο της σειράς: όνομα, ύψος, χρώμα ματιών, δακτυλικά αποτυπώματα, ντιενέι DNA κλπ. Αλλά και αυτά από μόνα τους (το χρώμα ματιών ή το ντιενέι) δεν ταυτοποιούν το ξεχωριστό πλάσμα στις κοινές καθημερινές σχέσεις του. Μαζί με το ντιενέι χρειαζόμαστε και κάποιο όνομα και κάποια μορφή για να ξέρουμε ποιο άτομο είναι – λευκός, μελαψός, ψηλός, εύσωμος κλπ .
Εδώ ξανοίγονται νέες κατευθύνσεις έρευνας μα πρέπει να τις αφήσω για να ασχοληθώ περισσότερο με την (π)αντωνυμία ‘εγώ’.
3. Πολλοί έχουν προσέξει πως ένα παιδάκι, σίγουρα πριν τα τρία, λέει το όνομά του (Άκης/Αλίκη/κλπ) αντί ‘εγώ’. Στα τρία η χρήση του ‘εγώ’ γίνεται πιο συχνή και αργότερα αποκλειστική. Αλλά πριν τα τρία του, όταν αναφέρεται στον εαυτό του, λέει ‘Ο Άκης θέλει (ή δε θέλει)…’
Στη Γραμματική, που η εδραίωσή της ως μελέτη και ανάλυση της γλώσσας πάει πίσω στους αρχαίους Στωϊκούς έχουμε τρία πρόσωπα: εγώ (εμείς, πληθυντικός), πρώτο˙ εσύ (εσείς), δεύτερο˙ αυτός/αυτή/αυτό (αυτοί, αυτές, αυτά) τρίτο. (Σε παλαιότερες εποχές υπήρχε και δυϊκός αριθμός, δηλαδή για δύο χέρια/μάτια/πόδια/ανθρώπους/κόρες/αγελάδες/κλπ, μα αυτό δεν επηρεάζει την τριάδα των προσώπων.)
Κι εδώ ξανοίγονται νέες κατευθύνσεις έρευνας.
Γιατί το παιδάκι αναφέρεται στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο; Είναι κάτι που όλοι και όλες κάναμε μα τώρα πια το έχουμε ξεχάσει.
4. Ας εξετάσουμε μια διαφορετική άποψη. Στη Βεδική παράδοση, στη Σανσκριτική (=Αρχαία Ινδική), στη γραμματική, που είναι και παλαιότερη και πληρέστερη της δικής μας, τα πρόσωπα είναι πάλι τρία, μα ορίζονται σε διαφορετική σειρά.
Στη Σανσκριτική γραμματική, λοιπόν, το πρώτο πρόσωπο είναι το δικό μας τρίτο – αυτός/αυτή/αυτό. Το δεύτερό μας πρόσωπο (εσύ/εσείς) μένει δεύτερο μα λέγεται ‘μεσαίο’ – όπως και είναι μεσαίο. Το δε δικό μας πρώτο, εγώ/εμείς, λέγεται και θεωρείται το ‘ύψιστο’ (uttama)!
Η δική μας διάταξη μοιάζει πολύ λογική. Έτσι είναι και φαίνονται τα πρόσωπα στον γνωστό μας υλικό κόσμο: εγώ, πρώτα˙ εσύ μετά· και αυτός/αυτή/αυτό, τελευταίο, πιο κει, όχι άμεσα εμπλεκόμενο.
Η διάταξη στη Σανσκριτική και η ονομασία ‘ύψιστο’ μοιάζει αινιγματική. Από την άλλη όμως, θα υπήρχε πολύ περισσότερη ευγένεια, αν θεωρούσαμε τους άλλους ως ‘πρώτο πρόσωπο’ – αντί τον εαυτούλη μας! Θα τους αφήναμε να περάσουν πρώτοι, να έχουν πρώτη επιλογή και παρόμοια. Θα ήταν και μια καλή πειθαρχία για τον εγωισμό μας.