Αυτή είναι μια βουδιστική ιστορία από τις πολλές που πήραν την ονομασία Jātaka “ιστορίες ενσωμάτωσης”. Αναφέρονται στις πολλές ενσωματώσεις του Βούδα προτού φθάσει την ενσωμάτωση ως πρίγκιπας Γκόταμα και αφού εγκαταλείψει τη ζωή στο παλάτι ως περιπλανώμενος ασκητής, γίνει ο τρισάγιος Αφυπνισμένος ή Φωτισμένος. Εδώ ο Βούδας είχε γεννηθεί ως ευσεβής έμπορος σε μια πόλη των Ινδιών.
Τότε που βασιλιάς του Μπενάρες ήταν ο Μπραχμαντάτα ζούσε στην πόλη ένας ευσεβής έμπορος. Αυτός έπρεπε να ταξιδέψει με καράβι σε μια χώρα πέρα από τον ωκεανό. Μαζί του θα ταξίδευε και ο μπαρμπέρης γείτονας. Η γυναίκα του μπαρμπέρη παρακάλεσε τον έμπορο που ήταν ενσάρκωση ευλάβειας και συμπόνιας να φροντίζει τον άντρα της που ήταν λιγότερο ευλαβής και πιο προσκολλημένος στα εγκόσμια. Οι δυο άντρες συμφώνησαν να μοιραστούν εξίσου ό,τι θα συναντούσαν στο ταξίδι.
Την έβδομη μέρα χτύπησε το καράβι μια δυνατή καταιγίδα, σηκώθηκε τρομερή τρικυμία και βυθίστηκε. Οι δυο άντρες κατόρθωσαν να κρατηθούν σε μια μεγάλη σανίδα και κάποια ώρα τα κύματα τους ξέβρασαν σε μια έρημη νησίδα με πλούσια βλάστηση.
Ο ευσεβής έμπορος ευχαρίστησε με προσευχές τα πνεύματα και τις θεότητες που τους βοήθησαν. Ο μπαρμπέρης εξερεύνησε το νησί, βρήκε ένα ρυάκι και κατόρθωσε να πιάσει δυο πουλιά και να μαζέψει φρούτα, τα οποία μοιράστηκε με τον συμπολίτη του. Μετά με κλαδιά έφτιαξε μια πολύ πρόχειρη καλύβα να μείνουν τη νύχτα.
Την επομένη πάλι ο έμπορος στράφηκε στις προσευχές, τον διαλογισμό και άλλες θρησκευτικές πρακτικές του ενώ ο μπαρμπέρης εξερεύνησε το νησί και μάζεψε τροφή. Κατάλαβαν και οι δυο πως θα ήταν δύσκολο να φύγουν από το νησί διότι δεν υπήρχαν άνθρωποι και καράβια. Έτσι ο ευσεβής έμπορος έστρεψε ολοκληρωτικά την προσοχή του στον Ύψιστο, στον Θείο Νόμο και στα πνεύματα του τόπου, διαλογίστηκε και προσευχήθηκε για βοήθεια.
Τότε μια θεότητα που ζούσε ως θαλάσσιο φίδι κοντά στο νησί εισάκουσε την προσευχή, εντυπωσιάστηκε από την ευσέβεια του εμπόρου και πήρε τη μορφή ενός μικρού πλοίου με καπετάνιο το επόμενο πρωί.
“Είμαι για το Μπενάρες”, φώναξε ο καπετάνιος. “Έλα καλέ μου έμπορε! Η Θεία Βούληση με έστειλε με το πλοιάριό μου φορτωμένο με τα επτά πλούτη”.
Ο έμπορος συνοδευόμενος από τον μπαρμπέρη πλησίασε το πλεούμενο. Τα επτά πλούτη ήταν χρυσάφι, ασήμι, μαργαριτάρια, κοράλλι, κρύσταλλο, λάπις λαζούλι και διαμαντικά. Ο έμπορος χάρηκε που θα έφευγαν μα και που δεν ζημιώθηκε.
“Είναι μόνο για σένα το πλοιάριο, είπε ο καπετάνιος. “ Ο άλλος δεν μπορεί να έρθει. Μόνο εσύ ζήτησες καταφύγιο στη θεϊκή δύναμη”.
“Α, μα υποσχεθήκαμε πως οι δυο θα μοιραζόμασταν όλα όσα θα συνέβαιναν στο ταξίδι”, είπε ο έμπορος. “Δεν γίνεται να αθετήσω τον λόγο μου. Όπως αυτός μοιράστηκε την τροφή με μένα έτσι κι εγώ μοιράζομαι την αξιοσύνη μου με κείνον. Αν δεν γίνει δεκτός ούτε κι εγώ θα έρθω”.
Τότε και ο μπαρμπέρης αισθάνθηκε την πνευματικότητα του γείτονά του να εισέρχεται στον νου του και να τον φωτίζει.
“Ας έρθει κι αυτός”, είπε ο καπετάνιος που ένιωσε και ο ίδιος το μοίρασμα της ευλάβειας του εμπόρου. “Χάρη στην αρετή του ευσεβούς ανθρώπου και οι σύντροφοί του παίρνουν αξιοσύνη και χάρη”.
Έτσι και οι δυο γύρισαν στα σπίτια τους ασφαλείς και πλούσιοι.