Το νεαρό ζευγάρι με 2 κόρες μετακόμισε σε νέο σπίτι στα προάστια.
Την επομένη καθώς έπαιρναν πρωινό, είδαν τη γειτόνισσά τους να απλώνει τη μπουγάδα της στην πίσω αυλή της.
«Δεν θα ξέρει να πλένει καλά,» σχολίασε η νεαρή μητέρα. «Τα ρούχα δεν είναι πλυμένα καλά. Μπορεί να μη χρησιμοποιεί καλό απορρυπαντικό.»
Τα κοριτσάκια έριξαν μια γρήγορη ματιά και συνέχισαν να τρώνε. Ο μπαμπάς κοίταξε μα δεν είπε τίποτα.
Κάθε φορά που η γειτόνισσα άπλωνε τη μπουγάδα της να στεγνώσει η νεαρή γυναίκα έκανε τα ίδια σχόλια.
Ένα μήνα αργότερα, όμως, έκπληκτη είδε πως τα ρούχα ήταν πολύ καθαρά και τα λευκά άστραφταν.
«Μαξ!» είπε, «Κοίτα, πεντακάθαρα ρούχα! Ποιος άραγε της έμαθε ξαφνικά να πλένει τόσο ωραία!…»
Εκείνος απάντησε λίγο συγκαταβατικά: «Αγάπη μου, σηκώθηκα πιο νωρίς, ξέρεις, κι έπλυνα τα τζάμια των παραθύρων μας…»
========= ======== ======== ======== ========
Δεν ξέρω αν είχε διαφορετική συνέχεια και τέλος η ιστοριούλα, ούτε θυμάμαι πού την πρωτο-είδα, μα σε αυτήν τη μορφή της είναι διδακτική, ως αναλογία με τη ζωή μας. Διότι κι εμείς στην κοινή καθημερινότητα δεν κοιτάμε πάντα μέσα από καθαρά «τζάμια» – όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος (1η Προς Κορινθίους 13.12.)
Τον περισσότερο καιρό τα «τζάμια» του μυαλού μας είναι θαμπά με την ανάσα μιας συγκίνησης (ζήλειας, οργής κλπ.) ή τις εδραιωμένες αντιλήψεις ή τις προσδοκίες μας. Δύσκολα παραμερίζουμε τέτοια εμπόδια. Οπότε σπάνια κοιτούμε απλά, καθαρά.
Επομένως ας μάθουμε να μη βιαζόμαστε να κρίνουμε, ιδίως όταν νιώθουμε να έχουμε έντονη συγκίνηση ή κάποια ισχυρή επιθυμία.
Όταν κρίνουμε κάποιο πρόσωπο, ας μη νομίζουμε πως έτσι το προσδιορίζουμε. Μάλλον τον επιπόλαιο εαυτό μας προσδιορίζουμε.