Υπάρχουν άφθονες ιστορίες βατράχων απ’ όλες τις χώρες του κόσμου. Επιπλέον ο βάτραχος έχει χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο σε μερικές μυθολογίες. Στα παραμύθια γενικά είναι ένα αφελές αν όχι ηλίθιο πλάσμα. Μα σε ορισμένες αφηγήσεις ή συμβολικές παραστάσεις είναι σοφός και σύμβολο γονιμότητας.
Πασίγνωστη είναι η ιστορία όπου ένας όμορφος πρίγκιπας μεταμορφώνεται, λόγω της κατάρας μιας μάγισσας, σε βάτραχο και το φιλί αγάπης μιας κοπέλας του χαρίζει πάλι την ανθρώπινη μορφή του. Και ζήσαν αυτοί καλά κ.λπ. Μα εδώ βλέπουμε πως η ανθρώπινη φαντασία θέλει το υδρόβιο πλάσμα, γλοιώδες και αηδιαστικό, να είναι κατώτερη μορφή και μόνο η αγνή κι ειλικρινής φύση της κοπέλας το μεταμορφώνει πίσω στην ανθρώπινη μορφή.
Μια ιστορία της Ιαπωνίας παρουσιάζει τον βάτραχο ως ανόητο πλάσμα. Δυο βάτραχοι ζούσαν ο ένας στην Οσάκα κοντά στη θάλασσα και ο άλλος κοντά σ’ ένα ρυάκι στο Κιότο. Κάποτε, κατά σύμπτωση, σκέφθηκαν να ταξιδέψουν και να δουν άλλα μέρη. Ο Κιότος σκέφθηκε να επισκεφτεί την Οσάκα και την παραλία της ενώ ο Οσάκας θέλησε να πάει στο Κιότο όπου βρισκόταν ο μέγας Μικάδο. Κατά σύμπτωση ξεκίνησαν το ίδιο πρωί και, κατά σύμπτωση, βρέθηκαν, μετά από κοπιώδη άλματα, στην κορυφή ενός βουνού ενδιάμεσα. Κατάκοποι μα ευτυχείς που συνάντησε ο ένας τον άλλο βάτραχο, ξάπλωσαν σε μια δροσερή σκιά και αντάλλαξαν πληροφορίες.
“Κρίμα”, είπε ο Οσάκας. “Αν είμασταν ψηλότερα, θα μπορούσαμε από αυτήν τη βουνοκορυφή να έχουμε θέα των πόλεων που πάμε και ν’ αποφασίσουμε κατά πόσο αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε.”
“Πολύ καλή ιδέα!” είπε χαρούμενος ο Κιότος.
“Μα μπορούμε να ψηλώσουμε, αν πλάτη με πλάτη στηριζόμαστε σηκωμένοι στα πισινά μας πόδια!”
Αυτό κι έκαναν μόλις ξεκουράστηκαν. Σηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια στηρίζοντας ο ένας την πλάτη του άλλου στραμμένος ο Οσάκας προς το Κιότο και ο Κιότος προς την Οσάκα.
“Πω πω!” είπαν και οι δύο απογοητευμένοι κι έπεσαν πίσω στα τέσσερα.
“Η Οσάκα είναι ολόιδια με το Κιότο, ούτε τη θάλασσα δεν έβλεπα”, έκραξε ο Κιότος.
“Το Κιότο είναι ολόιδιο με την Οσάκα. Ούτε το αρχοντικό του Μικάδο δεν ξεχωρίζει”, έκραξε ο Οσάκας.
Είχαν ξεχάσει και οι δύο στην αφέλεια ή ανοησία τους πως τα μάτια τους είναι πιο πίσω από το μουσούδι τους. Έτσι όπως στέκονταν, λοιπόν, έβλεπαν προς την αντίθετη κατεύθυνση που ήταν το μουσούδι και η κοιλιά τους. Έτσι έβλεπαν το μέρος από όπου είχαν έρθει.