(από Ινδική Παράδοση)
Ένας βασιλιάς ήθελε να μάθει που βρίσκεται ο Θεός και τι κάνει! Ο πρωτοσύμβουλός του δεν γνώριζε την απάντηση, αλλά σαν πολιτικός και διπλωμάτης που ήταν είπε ότι θα φρόντιζε να μάθει. Οι μέρες περνούσαν και ο πρωτοσύμβουλος δεν έβρισκε κάποιον ικανό ν’ απαντήσει τις βασιλικές ερωτήσεις. Ένας υπηρέτης τους τον είδε στεναχωρημένο και αφού έμαθε τους λόγους, τον διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις. Ο πρωτοσύμβουλος δεν τον πίστεψε βέβαια, αλλά αφού δεν μπορούσε να βρει άλλο πρόσωπο, πήρε τον υπηρέτη του στο παλάτι.
Μέσα στην αίθουσα του θρόνου, ο υπηρέτης ζήτησε μια γαβάθα γάλα και ο βασιλέας, νομίζοντας πως διψούσε, πρόσταξε να του τη φέρουν. Ο υπηρέτης έκατσε στα πόδια του θρόνου και άρχισε να ταράζει το γάλα αργά και ήσυχα μ’ ένα δάχτυλο. Μετά από 15 λεπτά ο βασιλέας εξοργίστηκε: «Ήρθες εδώ για ν’ απαντήσεις τις ερωτήσεις μου και όχι να κάθεσαι σαν ζωντόβολο ταράζοντας το γάλα μ’ ένα δάχτυλο! Τι διάβολο κάνεις;»
Ο υπηρέτης ψύχραιμος απάντησε: «Συγγνώμη Μεγαλειότατε! Γυρεύω το βούτυρο.»
«Βρε ανόητε» φώναξε εξαγριωμένος ο βασιλιάς. «Εσύ θ’ απαντήσεις τις ερωτήσεις μου; Εσύ δεν ξέρεις ούτε πώς φτιάχνεται το βούτυρο!…Πρέπει να προχωρήσεις μεθοδικά. Πρώτα πρέπει να βράσεις το γάλα με μια πικρή μαγιά μέσα. Μετά πρέπει να χτυπήσεις το γιαούρτι μέχρι που το βούτυρο ν’ ανέβει στην επιφάνεια, κι έπειτα πρέπει να το καθαρίσεις ζεσταίνοντάς το Έτσι βρε βλάκα βγάζουν το βούτυρο οι τσοπάνηδές μας.»
«Έχεις δίκιο Μεγαλειότατε» είπε ο υπηρέτης. «Τούτη είναι η απάντηση στην πρώτη σου ερώτηση. Αν θέλεις να γνωρίσεις που βρίσκεται ο Θεός πρέπει πρώτα ν’ ακολουθήσεις μια διαδικασία εκπαίδευσης και πειθαρχίας: πρώτα πρέπει να βραστείς με μια πικρή μαγιά, μετά να χτυπηθείς και μετά να ζεσταθείς κλπ. Και τώρα δεν πρόκειται ν’ απαντήσω στη δεύτερή σου ερώτηση, εκτός αν με ρωτήσεις ωραία κι ευγενικά σαν μαθητής μου: αλλιώς ό,τι και να σου πω δεν θα σου χρησιμέψει σε τίποτα.»
Ο βασιλιάς έμεινε κατάπληκτος. Αναγνωρίζοντας τη λογική του υπηρέτη, κατέβηκε από τον θρόνο του και τον κάλεσε να πάρει τη θέση του. Μετά κάθισε στα πόδια του υπηρέτη με σεβασμό. Εκείνος δε είπε: «Αγαπημένε μου μαθητή, τώρα απάντησα κιόλας στη δεύτερη ερώτησή σου ‘τι κάνει ο Θεός;’. Ο Θεός άλλα πράγματα ανεβάζει και άλλα κατεβάζει. Να τι κάνει ο Θεός.»