Στην επαρχία Γιάματο ζούσε ο Ακινοσουκέ που ανήκε στην τάξη των γκόσι, που ήταν γεωμόροι, ανεξάρτητοι καλλιεργητές με δική τους γη, αλλά όφειλαν στρατιωτική υπηρεσία στο ντάιμιο, τον Άρχοντα της επαρχίας. Ένα ζεστό απόγευμα καθόταν με δύο φίλους του κάτω από έναν κέδρο φλυαρώντας μετά από ένα καλό φαγοπότι. Ξαφνικά ένιωσε υπνηλία και την επόμενη στιγμή νόμισε πως αποκοιμήθηκε.
Κι όμως τη στιγμή εκείνη είδε μια άμαξα με συνοδεία να πλησιάζει το σπίτι του. Οι ακόλουθοι βοήθησαν να κατέβει από την άμαξα ένας πλούσια ντυμένος άντρας που έμοιαζε αξιωματούχος κάποιου άρχοντα. Αυτός πλησίασε και υποκλίθηκε στον Ακινοσουκέ λέγοντας: «Αξιότιμε κύριε, είμαι απεσταλμένος του βασιλιά του Τοκόγιο [= άγνωστη, εξωτική χώρα ή χώρα των ξωτικών]. Ο βασιλιάς μου σας προσκαλεί στο παλάτι του για σημαντική υπόθεση. Είμαι στη διάθεσή σας με την άμαξα ετούτη.»
Σε λίγα λεπτά, όπως φάνηκε στον Ακινοσουκέ, που μπαίνοντας στην άμαξα, ένιωθε ότι λειτουργούσαν υπερφυσικές δυνάμεις, βρέθηκαν στην πύλη ενός μεγαλόπρεπου παλατιού. Υπηρέτες και ακόλουθοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν να κατέβει από την άμαξα και τον οδήγησαν μέσα από ένα μεγάλο κήπο με πανέμορφα και άγνωστα άνθη στον προθάλαμο του παλατιού, όπου του πρόσφεραν αναψυκτικά. Εκεί, δύο γέροντες, σύμβουλοι του βασιλιά, του ανακοίνωσαν, με ευγένεια αλλά δίχως περιστροφές, ότι η Αυτού Μεγαλειότητα του δίνει την κόρη του Πριγκίπισσα σε γάμο –μια προσφορά που θα τιμούσε και θεούς. Μετά τον έντυσαν σε μετάξια, όπως θα ταίριαζε σε σύζυγο της Εξοχότητας της Πριγκίπισσας και τον οδήγησαν σε μια πελώρια αίθουσα γεμάτη αυλικούς και αξιωματούχους του βασιλείου.
Στην άλλη άκρη τον υποδέχτηκε ευγενικά ο Βασιλιάς, ντυμένος σε χρυσά και καθισμένος στον ψηλό θρόνο του. Πλάι του ήταν η Βασίλισσα και η πανέμορφη Πριγκίπισσα ντυμένη σε μετάξια σαν το γαλάζιο καλοκαιριάτικου ουρανού. Η τελετή του γάμου έγινε αμέσως και οι νιόπαντροι εγκαταστάθηκαν σε δικό τους διαμέρισμα του παλατιού με δικούς τους υπηρέτες.
Μετά από μερικές μέρες ο Βασιλιάς κάλεσε πάλι τον Ακινοσουκέ στην αίθουσα ακροάσεων. Εκεί του ανακοίνωσε ότι τον διόριζε κυβερνήτη της νήσου Ράισου στα νότια του βασιλείου. «Οι κάτοικοί της είναι ήπιοι και νομοταγείς», εξήγησε ο Βασιλιάς, «αλλά τα έθιμα και οι νόμοι τους γενικά πρέπει να αναπροσαρμοστούν στους γενικότερους νόμους του βασιλείου. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι εσύ θα το κατορθώσεις κυβερνώντας τους με καλοσύνη και σύνεση.»
Το πλοίο ήταν έτοιμο και ο άνεμος ούριος. Έτσι ο Ακινοσουκέ αναχώρησε με τη γυναίκα του και την πρέπουσα συνοδεία ευγενών. Μόλις εγκαταστάθηκε στο μέγαρό του στη Ράισου, στράφηκε στο έργο που του είχε αναθέσει ο πεθερός του. Κάλεσε κοντά του ως συμβούλους τους σοφότερους κατοίκους και με τη βοήθειά τους έκανε τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονταν σε μια περίοδο τριών ετών.
Ο Ακινοσουκέ έμεινε στη Ράισου πολλά χρόνια κυβερνώντας με σύνεση κι απολαμβάνοντας την αγάπη των εργατικών και πρόσχαρων κατοίκων. Στο μεταξύ η γυναίκα του γέννησε πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Μετά όμως αρρώστησε και πέθανε. Την έθαψαν με τιμές σ’ ένα λόφο έξω από την πρωτεύουσα και έστησαν ένα μεγαλόπρεπο μνημείο στον τάφο της. Τότε ο βασιλιάς του έστειλε μήνυμα να επιστρέψει στο παλάτι και να γυρίσει στη δική του χώρα, αφήνοντας τα πριγκιπόπουλα στη φροντίδα του παππού τους.
Αυτό έκανε ο Ακινοσουκέ. Είχε ζήσει στο βασίλειο Τοκόγιο 23 ολόκληρα χρόνια. Κι όταν η άμαξα έφτασε στο σπίτι του στην επαρχία Γιαμάτο…
Ξύπνησε πλάι στους δύο φίλους του. Τους διηγήθηκε την περιπέτειά του μα εκείνοι τον διαβεβαίωσαν πως είχε κλείσει τα μάτια του μόνο για λίγα λεπτά. Μετά του είπαν πως μια πεταλούδα πέταξε πάνω από το πρόσωπό του αλλά μόλις πάτησε στο χώμα δίπλα, ένας μεγάλος μύρμηγκας την άρπαξε και την πήρε σε μια τρύπα στις ρίζες του κέδρου. Λίγο πριν αφυπνισθεί ο Ακινοσουκέ, η ίδια πεταλούδα βγήκε και ξαναπέταξε πάνω από το πρόσωπό του κι εξαφανίστηκε!
«Μήπως η πεταλούδα ήταν η ψυχή σου;» τον ρώτησαν.
Γεμάτοι περιέργεια οι τρεις φίλοι έσκαψαν στη ρίζα εκεί που ήταν η τρύπα και βρήκαν μια μεγάλη μυρμηγκοφωλιά περίτεχνα δομημένη σαν πολιτεία. Στη μέση υπήρχε ένας μεγάλος χώρος όπου ένας μεγαλόσωμος μύρμηγκας με κίτρινα φτερά έμοιαζε να δίνει οδηγίες στους υπολοίπους. Πιο πέρα στη μέση μιας λιμνούλας υπήρχε μια νησίδα χώματος και σ’ ένα ύψωμα είχε στηθεί ένα γυαλιστερό πετραδάκι ωσάν μνημείο. Θαμμένο από κάτω βρήκαν το πτώμα ενός θηλυκού μυρμηγκιού!
Και αυτό το παραμύθι δείχνει συμβολικά πως η δημιουργία και η ζωή μας είναι μια ψευδαπάτη, ένα όνειρο, στον νου ενός ανώτερου Όντος.