Μ162: Η Μοίρα και ο ξυλοκόπος

Μ162: Η Μοίρα και ο ξυλοκόπος

- in Μυθιστορία
0

(Αραβική)

Το ποταμάκι που κατέβαινε από το ψηλό βουνό έμπαινε στην έρημο κι εκεί σύντομα χανόταν στην άμμο. Στους πρόποδες υπήρχε πυκνό δάσος κι εκεί ζούσε ένας φτωχός ξυλοκόπος. Εκτός από την καλύβα του είχε το τσεκούρι του και δυο μουλάρια που κουβαλούσαν τα ξύλα που έκοβε.

Είχε παντρευτεί νέος και είχε με σκληρή δουλειά καταφέρει να μεγαλώσει δυο γιους που είχαν τώρα κάνει δικές τους οικογένειες.

Μα δεν κατάφερε να μαζέψει λίγα χρήματα για να ξεκουραστεί στα γεράματα με τη γυναίκα του. Έτσι μια μέρα είπε πως θα σταματούσε να τρέχει πριν την αυγή στο δάσος για ξύλα: θα έμενε μέσα, στο κρεβάτι.

“Ώρα να σηκωθείς!” φώναξε η γυναίκα του που ήδη φρόντιζε τις δουλειές της καλύβας και τα μουλάρια. Και όταν εκείνος δεν σηκώθηκε, συνέχισε: “Δεν είσαι άρρωστος, οπότε σήκω και πήγαινε στο δάσος. Άργησες και σήμερα δεν έχουμε σχεδόν τίποτα να φάμε.”

“Βαρέθηκα,” είπε ο ηλικιωμένος άντρας. “Η μοίρα μας είναι τόσο ζαβολιάρα. Πώς με τόση δουλειά να μην έχουμε να φάμε ενώ τόσοι άλλοι έχουν πλουτίσει στον ύπνο τους;”

Λίγο αργότερα, ένας γνωστός από τη γειτονική κοινότητα ήρθε και ζήτησε τη βοήθεια του ξυλοκόπου να μεταφέρουν μερικά πράγματα. Όταν ο ξυλοκόπος, πιστός στην απόφασή του αρνήθηκε να σηκωθεί, ο γείτονας ζήτησε τα δυο μουλάρια τουλάχιστο για λίγες ώρες.

Εκεί που το χωράφι του συνόρευε με το δάσος έσκαβε και βρήκε θαμμένο θησαυρό. Ήξερε πως έπρεπε να τον παραδώσει στο Σουλτάνο, μα η απληστία νίκησε και σκέφθηκε να φυλάξει τα χρυσά δηνάρια στο σπίτι του. Χρειαζόταν όμως μεταφορικό μέσο.

Πήρε λοιπόν τα μουλάρια και πήγε στο μέρος του θαμμένου θησαυρού. Φόρτωσε δυο σακιά νομίσματα και τράβηξε για το σπίτι του. Μα, τέτοια ήταν η κακοτυχία του, που είδε να έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση 2 χωροφύλακες. Με φόβο μην τον πιάσουν με τον θησαυρό άφησε τα μουλάρια κι έτρεξε στο δάσος.

Μόνα τους τα μουλάρια γύρισαν στην καλύβα τους.

Παραξενεμένη η γυναίκα έκοψε τα σακιά και καθώς έπεσαν στο έδαφος χύθηκαν χούφτες χρυσά δηνάρια. Ακούγοντας τις κραυγές της ο ξυλοκόπος βγήκε – και δεν πίστευε τα μάτια του.

“Είδες που σου ’λεγα γυναίκα, πόσο ζαβολιάρα είναι η μοίρα μας. Τώρα που έμεινα στο κρεβάτι πλούτισα!”

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *