Υπνώττουμε βαθύτατα ως πολίτες, ως μέλη κοινωνίας. Το γράφει πολύ ωραία ο Άγγελος Στάγκος («Καμία έκπληξη» Καθημερινή 16/12/21):
Εκπληξη δείχνουν συχνά κυβέρνηση, κόμματα, Αρχές, μίντια και κοινωνία απέναντι σε γεγονότα και συμπτώματα που συνδέονται με πραγματικές καταστάσεις. Δείχνουν να ξαφνιάζονται, σαν να ξυπνούν ξαφνικά από βαθύ ύπνο, σαν να ανακαλύπτουν μια πραγματικότητα που δεν μπορούσαν να φαντασθούν, σαν να μην ήξεραν πού ζουν και τι συμβαίνει γύρω τους, μέχρι τη στιγμή που έγινε το… κακό. Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά ανάλογα και ποικίλα παραδείγματα από την καθημερινότητα, αλλά η πανδημία είναι εκείνη που έχει λειτουργήσει σαν καθρέφτης τα δύο τελευταία χρόνια και συνεχίζει.
Οι χειρότεροι βέβαια είναι οι κομματάρχες – Μητσοτάκης, Τσίπρας (απίστευτη κυνικότητα και ασυναρτησία), Κουτσούμπας (ατσάλινος σταλινισμός) κλπ. Μα και οι άλλοι αρχηγοί ή «ταγοί» όπως τους λένε με τα δημοσιογραφικά κλισέ οι καλοί μας αρθρογράφοι – στην Εκκλησία (με 2-3 εξαιρέσεις Μητροπολιτών), στα Πανεπιστήμια, στις Τέχνες, στην Τηλεόραση. Δηλαδή, οι επώνυμοι όλοι που λαχταρούν τη φήμη και δημοφιλία.
Αυτοί δεν καταλαβαίνουν πως έχουν, είτε το θέλουν είτε όχι, είτε το ξέρουν είτε όχι, σοβαρά καθήκοντα λόγω ακριβώς της επωνυμίας και θέσης τους απέναντι στους κακόμοιρους (με διπλή έννοια) πολίτες που τους παρακολουθούν με ανοιχτό στόμα, ανοιχτά μάτια και αυτιά (κυρίως για κουτσομπολίστικο υλικό) μα με κατάκλειστο μυαλό.
Δεν τους περνά απ’ το νου πως οφείλουν να δώσουν ένα καλό παράδειγμα αλληλεγγύης, υπευθυνότητας, φιλαλήθειας. Τίποτα. Θέλουν να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα και τη δόξα της θέσης μα χωρίς να λειτουργούν όπως απαιτεί η θέση, χωρίς να δίνουν κάτι ουσιαστικό. Το καλό παράδειγμα που δίνουν είναι για γκλαμουριά, εξαπάτηση, προσωπική προβολή και ψευδολογία.
Οι τιβίδες, αρσενικοί και θηλυκοί, ακόμα και παρουσιαστές ειδήσεων, ενδιαφέρονται περισσότερο για το ίματζ που προβάλλουν παρά για το έργο που πληρώνονται για να κάνουν. Για τους πολιτικάντηδες έχω γράψει πολλά. Για τους εκκλησιαστικούς επίσης. Εδώ ρίχνω μια ματιά στους τιβίδες που έχουν αποκτήσει μεγάλη εξουσία κι επιρροή στον κοσμάκη.
Κανένα κανάλι δεν έχει παρουσιάσει τα τελευταία 20 έτη ένα έστω πρόγραμμα καλής κλασικής μουσικής, καλής λογοτεχνίας, καλού θεάτρου, καλής γλυπτικής ή άλλων εικαστικών. Τίποτα. Μόνο διάφοροι κουφιοκέφαλοι και ξανθές με μπούστο και μπούτια κουτσομπολεύουν, φτιάχνοντας αδιάκοπα τα μακριά μαλλιά τους και χαμογελώντας στην κάμερα, ή κουνιούνται ρυθμικά στους ήχους ξεχαρβαλωμένων κιθάρων και ντραμς.
Οι διευθυντές και ιδιοκτήτες καναλιών θέλουν να βγάλουν λεφτά. Πολλά λεφτά. Δεν είναι ούτε φιλάνθρωποι (άσχετα με υποκριτικούς ισχυρισμούς), ούτε πολιτισμικοί οργανισμοί επιχορηγούμενοι από το κράτος. Οπότε τα κανάλια παρουσιάζουν αυτό που ελκύει θεατές και κρατά υψηλά ποσοστά θέασης ή ακροαματικότητας. Και αυτό που το κάνει να «πουλάει» είναι το κατώτατο επίπεδο πολιτισμού, το κουτσομπολιό (κα Τατιάνα Στεφανίδου κλπ.), η χυδαιότητα (Αρβύλα κλπ.) και το σεξ (παντού).
Η κα Μπεκατώρου είχε το θάρρος να χρησιμοποιήσει τη διασημότητά της ως πρωταθλήτρια για να αποκαλύψει τη βρωμιά στον αθλητισμό, την ανηθικότητα των υψηλά ιστάμενων που απαιτούσαν σεξ με τους αθλητές. Έτσι, αναταράχτηκε και ανατράπηκε η εικόνα του κυνισμού σε πολλά στρώματα της κοινωνίας με το σύνθημα «ήθελαν κι έπαθαν» οι γυναίκες! Έτσι, αναθάρρησαν πολλές και πολλοί άλλοι όχι μόνο στον αθλητισμό μα κυρίως στις Τέχνες κι έβγαλαν στη φόρα τους διάφορους «διάσημους» (λαμπρό παράδειγμα ο Λιγνάδης) που εκβίαζαν ή που εκμεταλλεύονταν την αφέλεια νεότερων ή τις/τους αποπλανούσαν και για ανώμαλο σεξ.
Δεν είναι παράξενο που οι διάσημοι και κορυφαίοι σε αυτούς τους χώρους είναι βλαμμένοι αφού η έγνοια τους είναι πώς να φτάσουν ψηλά και μετά, αφού διατηρηθούν εκεί, πώς να αρπάξουν ό,τι μπορούν σε χρήμα και απόλαυση (χωρίς να πέσουν).
Η περίπτωση Παναγιωτόπουλου σε κείνη τη χυδαιότατη εκπομπή σάτιρας δήθεν του Κανάκη και συντρόφων είναι η κορυφή και ίσως από τις χειρότερες. Μα όλοι σε αυτόν τον χώρο λίγο πολύ προβάλλουν έναν ασήμαντο εαυτούλη που, απολαμβάνοντας διασημότητα, καλό εισόδημα και άλλα πλεονεκτήματα, με κάθε τρόπο προσπαθεί να ικανοποιήσει μια αμετανόητη ματαιοδοξία παραμένοντας μέσω της κάμερας στη θέα του κοινού. Έδρασε, λέει, σε μια αισχρή αυτοδικαίωση, «υπό την επήρεια κακής συγκυρίας στη ζωή του χωρίς καμιά πρόθεση να βλάψει»!!!
Είμαι βέβαιος πως όλα τα τηλεοπτικά πρόσωπα σκέφτονται κι αισθάνονται κάτι παρόμοιο : «Χωρίς πρόθεση να βλάψουν».
Μα ήδη έχουν βλάψει τον εαυτό τους που σπαρταρά πιασμένος στα αστραφτερά δίχτυα της πρόσκαιρης δόξας τους.
Υπάρχουν ευτυχώς λίγα πρόσωπα που κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους. Γιατί μόνο έτσι μπορούν να λειτουργούν τα κανάλια. Όχι χάρη στις πριμαντόνες και τις βεντέτες, μα χάρη στους ανώνυμους εργάτες ή λιγότερο δημοφιλείς αστέρες χαμηλών τόνων.