Ο βολονταρισμός είναι (απλουστευτικά) η θέληση να γίνει κάτι, άσχετα με τη φυσική, ιστορική ροή των γεγονότων. Για τον μαρξισμό και τον γνήσιο κομμουνισμό τύπου Λένιν, ο βολονταρισμός είναι αναθεματισμένο αμάρτημα. Διότι σύμφωνα με τη μαρξιστική αλάνθαστη, επιστημονική θεωρία, τα γεγονότα διαμορφώνονται και ξετυλίγονται σύμφωνα με τους αδήριτους νόμους του ιστορικού διαλεκτικού προτσέσου, δηλαδή της πάλης των τάξεων και όχι σύμφωνα με τη θέληση κάποιων προσώπων. Τα πρόσωπα παρουσιάζονται από ιστορική αναγκαιότητα.
Και όμως ο κ. Τσίπρας, πρόεδρος του Σύριζα ΠΣ και ιεροφάντης του τσιπρισμού, είναι βολονταριστής. Θέλει να γίνει ξανά πρωθυπουργός. Έχοντας περάσει τέσσερα έτη σε αυτό το αξίωμα κι έχοντας γλυκαθεί με τη νομή της εξουσίας και του κρατικού πλούτου (ταξίδια, διορισμοί, επαφές με πρωταγωνιστές στο διεθνές πολιτικό σκηνικό κλπ.), θέλει ξανά τις ίδιες απολαύσεις.
Κι εδώ εκδηλώνεται ξανά η εγγενής, αδήριτη ασυναρτησία, ίσως σχιζοφρένεια, του πολιτικάντη αυτού. Διότι ο αδήριτος ιστορικός νόμος λέει πως οι μέρες της δόξας του πέρασαν (2015-2019) και δεν υπάρχει στον ορίζοντα, ή στα πουλιά ή στα σφαγμένα ζώα, ή σε άλλο οιωνό, κανένα προμήνυμα πως ο ίδιος πρόκειται να επανέλθει στις πρωθυπουργικές επάλξεις.
Είναι όμως βολονταριστής. Το θέλει. Γι’ αυτό κάθε λίγο και λιγάκι διακηρύσσει πως ‘ο Μητσοτάκης είναι ήδη ο απερχόμενος πρωθυπουργός…είναι τελειωμένη υπόθεση’. Διότι μόνο στη δική του βούληση, υπάρχει άνοδος στην πρωθυπουργική εξουσία ξανά. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα 10%+ στον Μητσοτάκη και στο κόμμα του. Αλλά, η επιθυμία, η λαχτάρα πυρπολεί τη σκέψη και τη βούληση του Τσίπρα. Όπως ο Λένιν από το τίποτα σχεδόν (μα με τη βοήθεια εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων) κατόρθωσε να ανατρέψει τον Τσάρο και τη σοσιαλδημοκρατική (ανύπαρκτη σχεδόν) κυβέρνηση το 1917 στη Ρωσία, έτσι και ο τσιπρισμός αυτή η ανώτατη μορφή του αναρχοαριστερισμού της προόδου, θα ανατρέψει τα (στημένα, όπως τα χαρακτηρίζει) προγνωστικά των δημοσκοπήσεων και ‘ο Σύριζα- ΠΣ θα κερδίσει τις εκλογές όποτε και αν αυτές γίνουν’.
Κι έτσι, έχοντας εγκαταλείψει τα ‘έξω – πουκάμισα’ μα διατηρώντας την αγραβατοσύνη και την αγραμματοσύνη του, επιστρατεύοντας τον τόνο φωνής, το σακάκι και το ζιβάγκο του Αείμνηστου, μα δίχως τη μόρφωση, την πανουργία και τη γνώση πολιτικής και οικονομικών του Αείμνηστου, περιφέρεται στη χώρα σαν αλλοπαρμένος, γελοίος και τραγικός ήρωας. Το μόνο που πήρε πράγματι από τον Αντρέα Παπανδρέου είναι τον χαρακτηρισμό του φαντασιόπληκτου ‘αιθεροβάμονα’ τυλιγμένου σε ομίχλη.
Μα πήρε και τον βολονταρισμό του Χίτλερ, ο οποίος επίσης πίστευε πως η βούληση κατόρθωνε τα πάντα. Θέληση, βούληση. Με αυτήν το Τρίτο Ράιχ θα διαρκούσε χίλια χρόνια. Και όταν είδε το άδοξο επώδυνο τέλος είπε ‘Δεν έχει τη θέληση το γερμανικό έθνος να κυριαρχήσει, γι’ αυτό ας καταστραφεί’. (Δεν καταστράφηκε ολοσχερώς.)
Άραγε το ίδιο θα πει και ο Τσίπρας;