Χρόνος βγαίνει, χρόνος μπαίνει. Μα στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πρόκειται για δυο κόνσεπτ δίχως υλική υπόσταση.
Σήμερα, 2 Ιανουαρίου 2024, ούτε η μέρα ούτε η χρονιά είναι πολύ διαφορετική από χθες ή προχθές. Αργία και σήμερα. Καταστήματα κλειστά. Οι άνθρωποι κοιμούνται ως αργά.
Όμως σχεδόν όλοι και όλες θέλουμε να μάθουμε πώς θα εξελιχθεί το 2024, πώς θα πάει ο πόλεμος στη Γάζα και στα στενά της Υεμένης, πώς θα πάει ο πόλεμος στην Ουκρανία, αν θα μειωθούν ή θα πληθύνουν ανά τον κόσμο οι συγκρούσεις, αν οι οικονομίες παγκοσμίως θ’ αναπτυχθούν κ.λπ.
Μας ενδιαφέρει πρώτιστα να υπάρξει κάποια ασφάλεια, κάποια ανάπτυξη, ώστε να συνεχιστεί η καλοπέραση που εξασφαλίσαμε στα κεκτημένα μας. Γενικά προβλέπονται οικονομικά καλύτερες μέρες. Τις περιγράφει αναλυτικά και γλαφυρά ο Κ. Καλλίτσης (Καθημερινή 31/12):
Σε αυτό το περιβάλλον, η ελληνική οικονομία, ως πεδίο προσπορισμού κέρδους χωρίς ρίσκο, υψηλού και εύκολου, θα συνεχίσει να βελτιώνει αρκετούς δείκτες. Στη χώρα ήδη κυκλοφορεί απίστευτα πολύ χρήμα – η πολυτελής κατανάλωση είναι εμφανής όπου κι αν κοιτάξεις. Δεν οφείλεται στις επιτυχείς προσπάθειες ενός μέρους της επιχειρηματικότητας, όσο –κυρίως– στα κέρδη από τον πληθωρισμό της απληστίας, στα έσοδα που αφήνουν ξένοι τουρίστες, στη «χρυσή εποχή» της ναυτιλίας, στα λεφτά από την (ιδιαζόντως πελατειακή) διανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και, βεβαίως, στη φοροδιαφυγή.
Υπάρχει όμως και η συννεφιασμένη άποψη της Α. Σπανού (Καθημερινή 31/12):
Χαμηλοί μισθοί, υψηλός πληθωρισμός, χαμηλή παραγωγικότητα, υψηλός αριθμός συνταξιούχων, κακές επιδόσεις μαθητών στους διεθνείς διαγωνισμούς, έλλειψη προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης, αλλά κι εργατών, χειρωνακτών, τεχνιτών, με αναχρονιστικά εθνικά διλήμματα για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Απόφοιτοι ιδιωτικών κολεγίων που δεν ελέγχονται για την ποιότητα των σπουδών που προσφέρουν έχουν ήδη ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με αποφοίτους της ανάλογης σχολής ΑΕΙ, αλλά εμείς θα κονταροχτυπηθούμε για το δικαίωμα του Γέιλ να κάνει μεταπτυχιακό στο ΕΚΠΑ.
Αυτή αναλύεται εκτενέστερα από τον Μ. Τσιντσίνη (Καθημερινή 31/12):
Σήμερα, οι προσδοκίες του ανανήψαντος έθνους παραμένουν πεζές. Ζώντας στην Ελλάδα, εύχεσαι ακόμη:
Να μπορούσες να περάσεις στο πανεπιστήμιο, χωρίς η οικογένειά σου να χρειάζεται να δαπανήσει μια μικρή περιουσία στα φροντιστήρια. Να είχες ίσες ευκαιρίες μ’ εκείνους που μπορούν να πληρώσουν τα ιδιωτικά σχολεία.
Να είσαι 30 ετών και να μπορείς με τον μισθό σου να νοικιάσεις ένα σπίτι στην Αθήνα. Να μην είσαι οικονομικά δέσμιος του λώρου με την οικογένεια.
Να μη φοβάσαι ότι αν αρρωστήσεις θα πρέπει να χρεωθείς για να εξασφαλίσεις ανθρώπινη περίθαλψη.
Να είσαι γυναίκα και να σου προσφέρονται οι ίδιες δουλειές και οι ίδιες αμοιβές με τους άνδρες.
Να μπορείς άφοβα να πας στο γήπεδο με το παιδί σου.
Να μπορείς να ορίσεις τη ζωή σου, χωρίς το κράτος να αποφασίζει ποιος είναι ο «νόμιμος» τρόπος να κάνεις οικογένεια.
Να μπορείς να νιώθεις ένοχος –και όχι μάγκας– όταν πληρώνεσαι και πληρώνεις μαύρα.
Σήμερα, παρά τη μεγάλη πρόοδο της μεταχρεοκοπικής ανάρρωσης, γεννιούνται νέες ανάγκες. Γεννάται μια νοσταλγία για τα κεκτημένα, που η νέα επισφάλεια έχει ακυρώσει, μεταφράζοντάς τα πάλι σε προσδοκίες.
Δεν μπορείς πια να καλλιεργείς και να’ απολαμβάνεις τη φύση, βέβαιος ότι θα την έχεις άκαυτη και του χρόνου.
Δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα σε περιμένει η ανεμελιά του ελληνικού καλοκαιριού στο Αιγαίο. Περιμένει άλλους. Δεν μπορείς καν να είσαι σίγουρος ότι το νησιωτικό σύμπαν θα επιζήσει, έστω και απρόσιτο για σένα.
Δεν μπορείς να είσαι ασφαλής ότι θα αναγνωρίζεις την αθηναϊκή γειτονιά σου.
Δεν μπορείς να ελπίζεις ότι, με μόνα εφόδια τις σπουδές και τις ικανότητές σου, θα φτάσεις κάποτε εκείνους που ξεκινούν στον στίβο πολλά μέτρα πιο μπροστά χάρη στο προβάδισμα που κληρονόμησαν. Χάρη σε αφορολόγητες γονικές παροχές.
Πιο πολύ μου άρεσε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος:
Τα απομνημονεύματα του Ντε Γκωλ ξεκινούν με τη φράση: «Έχω μια ορισμένη ιδέα για τη Γαλλία». Μην ανησυχείτε. Δεν περιμένω τον ΄Έλληνα Ντε Γκωλ. Δεν είμαι τόσο αφελής. Εκείνο όμως που περιμένω είναι να ακούσω κάποιον να μου πει ότι «έχει μια ορισμένη ιδέα για την Ελλάδα». Και όχι για την Ελλάδα που την ζήσαμε όλοι και την ξέρουμε. Για την Ελλάδα που περιμένουμε να ζήσουμε εμείς, όσο ζήσουμε, και τα παιδιά μας ή τα εγγόνια μας. Κι ας είναι απρόβλεπτος ο κόσμος μας.
Υπάρχουν πολλές ιδέες για την Ελλάδα εδώ και πολλούς αιώνες. Αλλά είναι χάβρα, χαοτική σύγχυση πολλών γλωσσών ή ιδιωματικών διατυπώσεων σαν τον μυθικό Πύργο της Βαβέλ.
Και καλύτερες μέρες να έρθουν με φτερωμένη οικονομική ανάπτυξη, η Ελλάδα θα βουλιάζει προς τη βαρβαρότητα διότι συνήθισε την εύκολη κατολίσθηση που νομίζει ανάπτυξη και πρόοδο!