Διαμορφώνω τον τίτλο από μια παρατήρηση της Κατερίνας Σώκου στο άρθρο της «Η διεθνής Ελλάδα» (Καθημερινή 21/8/24):
Οπως καταδεικνύουν και οι φετινές πυρκαγιές, ιδιαίτερα το ζήτημα της ασφάλειας καθίσταται βασική προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη μιας τουριστικής χώρας στην εποχή της κλιματικής αλλαγής. Αλλά και τα κενά στην παιδεία και την υγεία δεν μπορούν να καλυφθούν με επιδοματική πολιτική, αλλά με επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό, επαναξιολόγηση των δαπανών του κράτους, σύγχρονες τεχνολογικές λύσεις και ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα σε ένα μοντέλο ανοιχτό τόσο σε ιδιωτικές όσο και διεθνείς συνεργασίες.
Δυστυχώς, όπως αντιλαμβάνονται με πόνο μα και ανημποριά οι νουνεχείς πολίτες, τα κενά είναι πολύ περισσότερα και κανείς δεν ξέρει πώς να τα γεμίσει καθώς όλοι γλιστράμε στην επιφάνεια των γεγονότων μοιρολατρικά. Στο ίδιο φύλλο, ο Παπαχελάς βρίσκει μια «χαλαρότητα» στην εφαρμογή και τήρηση των νόμων («Μεταδοτική χαλαρότητα»):
Η χαλαρότητα στην τήρηση των κανόνων είναι κομμάτι της κουλτούρας μας, εδώ και δεκαετίες. Και σε ορισμένες περιπτώσεις το πληρώνουμε κάθε τόσο ακριβά. Το είδαμε με δραματικό τρόπο στα Τέμπη, στο συμβάν στο λούνα παρκ, στα πεζοδρόμια των πόλεων που έχουν γίνει πίστες για μηχανάκια, σε πλοία που μεταφέρουν κόσμο μέσα σε συνθήκες χαοτικής αταξίας και σε πολλές ακόμη περιπτώσεις. Ακόμη και εκεί όπου είχαμε δει κάποια πρόοδο, όπως στην τήρηση του αντικαπνιστικού νόμου, διαπιστώνουμε ότι έχει επέλθει χαλαρότητα. Η χαλαρότητα είναι διαβρωτική και γενικευμένη. Πολλοί από όσους πήγαν στα χωριά τους τον Δεκαπενταύγουστο σοκαρίστηκαν με το θέαμα των –απαγορευμένων λόγω πανώλης– αμνών που σουβλίζονταν σε πλατείες παρουσία τοπικών παραγόντων και βουλευτών. Θα μου πείτε μικρό το κακό. Ναι, μέχρι να εξαπλωθεί η επιδημία και να επικρατήσει ο πανικός.
Είναι δύσκολο να πει κανείς τι ακριβώς φταίει. Σίγουρα φταίει αυτό το βαθιά ριζωμένο μέσα μας «δεν βαριέσαι τώρα». Αλλά και αυτή η βλακώδης επίδειξη αλληλεγγύης μόλις κάποιος εκπρόσωπος του κράτους επιχειρήσει να επιβάλει τον νόμο: «Ασ’ το το παιδί τώρα, τι έκανε;», «ντροπή σας να βάζετε πρόστιμα».
Στις 27/7 ο Γ. Λιάλιος έγραψε:
Τα νησιά, ιδίως οι Κυκλάδες, βρίσκονται σήμερα σε μια μεταβατική φάση…
η κυβέρνηση μένει απαθής. Αρνείται να λάβει μέτρα για τον δραστικό περιορισμό της δόμησης στις εκτός σχεδίου περιοχές. Αρνείται να λάβει μέτρα για τον περιορισμό του Airbnb και την ανέγερση νέων ξενοδοχείων. Αρνείται να αυξήσει την απόσταση της νέας δόμησης από τις ακτές. Αρνείται να θέσει περιορισμούς στην κρουαζιέρα και στις μεγάλες τουριστικές επενδύσεις. Ολα επιτρέπονται. Και γι’ αυτό είναι πιθανό να μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση που «παρέδωσε» τις Κυκλάδες στη δραματική αλλοίωσή τους.
Κύριο άρθρο για την Υγεία και το ΕΣΥ (11/7/24):
Κάθε προσπάθεια κάλυψης των κενών θέσεων στο ΕΣΥ μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη. Η ανταπόκριση στις σχετικές προκηρύξεις είναι μηδαμινή, παρά την όποια προσπάθεια να προσφερθούν ελκυστικά κίνητρα – αυξημένες απολαβές ή εξασφάλιση διαμονής. Η απροθυμία των γιατρών σχετίζεται με τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τα νοσοκομεία και είναι γνωστά. Η ανάταξη του ΕΣΥ προϋποθέτει μία ολοκληρωμένη στρατηγική και όχι προσωρινές λύσεις.
Κύριο άρθρο για τη Δικαιοσύνη και τα δικαστήρια (18/5):
Η υπόθεση της Folli Follie ήταν ένα πλήγμα για την αξιοπιστία της ελληνικής αγοράς. Το πλήγμα, ωστόσο, που ακολούθησε, με τη βραδύτητα της δικαστικής εκκαθάρισης της υπόθεσης, ήταν ίσως πιο δεινό. Σε όλες τις ελεύθερες οικονομίες, συμβαίνουν εγκλήματα του λευκού κολάρου. Στην Ελλάδα, όμως, η καθυστέρηση στον καταλογισμό τους παίρνει διαστάσεις αρνησιδικίας. Και δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια δικαίου και στους επενδυτές και στους πολίτες.
Για την Εκκλησία έγραψε ο Τάκης Θεοδωρόπουλκος (18/8/24):
Φαντάζεστε την Ελλάδα χωρίς την Εκκλησία της; Δεν έχω αντίρρηση ότι πολλές φορές, ίσως περισσότερες από όσες πρέπει, η Εκκλησία δεν στέκεται στο ύψος του ρόλου της. Δεν αντιλαμβάνεται την ευθύνη της πνευματικότητας σε έναν κόσμο που πάσχει από πνευματική ανυδρία. Και ας διαθέτει στα αποθέματά της ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο σκέψης. Η Εκκλησία μας μου θυμίζει το κράτος μας – διόλου περίεργο αφού είναι δεμένη μ’ αυτό. Οπως το κράτος μας δεν μπορεί να παράγει υπεραξία από την αρχαία κληρονομιά του και αρκείται στην προσοδοφόρα εκποίησή του, έτσι και η Εκκλησία. Δεν παράγει υπεραξία από τη μακραίωνη πνευματική της παράδοση. Ισως να την απελευθέρωνε απ’ την αγκύλωση ο διαχωρισμός της από το κράτος.
Κενά όπου και αν κοιτάξουμε. Τα μεγαλύτερα είναι στην ανατροφή και Παιδεία. Μα παρότι επισημαίνονται με ανιαρή επαναληπτικότητα, κανένας δεν θέλει ή μπορεί ή ξέρει τι να κάνει. Και συνεχίζουμε με τα κενά στο κεφάλι μας…