1. Στο προηγούμενο άρθρο εξέτασα μια άποψη της «εξέλιξης», αλλαγής πιο σωστά, της γλώσσας. Σήμερα εξετάζω τη λογοτεχνία συνοπτικά.
Τρεις είναι οι μεγάλες «εξελίξεις» – αλλαγές – στη λογοτεχνία παγκοσμίως.
Η μια είναι από προφορική σε γραπτή από τις αρχές της 3ης χιλιετίας Προ της Κοινής Χρονολογίας, όταν άρχισε η γραφή (γύρω στο 3.000 πκχ) στην Κοιλάδα του Ινδού, στη νότια Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο.
Η άλλη είναι από (έμμετρη) ποίηση σε (άμετρη) πρόζα. Μα πολύ πρόσφατα η ίδια η ποίηση έγινε και άμετρη και πεζόμορφη.
Η τρίτη είναι η είσοδος του ρεαλισμού σε όλα τα λογοτεχνικά είδη – ποίηση, θέατρο, Ιστορία, μυθιστόρημα.
Οι δύο πρώτες έχουν το ιστορικό ενδιαφέρον και τη σημασία τους, ιδίως οι αλλαγές στην ίδια την ποίηση, αλλά δεν θα μας απασχολήσουν. Άλλωστε έχω γράψει πολλά για το θέμα της Ποίησης ειδικά στη σειρά «Ποίηση».
2. Όπως η Γλώσσα, η Λογοτεχνία επίσης δεν είναι ζωντανός οργανισμός για να μπορούμε να μιλούμε για εξέλιξη.
Η ποίηση, το θέατρο, και άλλα είδη λογοτεχνίας δεν «εξελίσσονται» από μόνα τους. Αλλάζουν μορφή και ύφος σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες διαθέσεις και συνήθειες των ανθρώπων.
Κάποιος, κάπου, κάποτε, αποφάσισε πως μπορείς να πεις μια ιστορία (έναν μύθο, ένα παραμύθι) χωρίς να έχει ομοιοκαταληξίες και αυστηρά μέτρα με μακριές και βραχίες συλλαβές σε γραμμές 10 ή 15 τέτοιων συλλαβών.
Το μέτρο, η ρίμα, η παρήχηση κλπ, βοηθούν στην απομνημόνευση. Από τη στιγμή όμως που έχεις γραφή κι εύχρηστα υλικά όπως πένα, μελάνι και χαρτί (πάπυρος στην αρχαιότητα ή δέρμα), τότε γίνεται και η πρόζα εύχρηστη.
3. Στην αρχαιότητα, παντού στον κόσμο, υπήρχαν παραμύθια, ηρωικές ιστορίες και μύθοι, που περιείχαν σε αφθονία το στοιχείο του φανταστικού, του μυστηριώδους και του θαυμαστού το οποίο κρατούσε το ενδιαφέρον των πολύ πιο εύπιστων τότε ανθρώπων και τους έδινε τα συναισθήματα της αγωνίας, του οίκτου, της έκπληξης, της ευχαρίστησης κλπ.
Ειδικά οι μύθοι περιείχαν το υπερφυσικό και υπεράνθρωπο στοιχείο σε αφθονία με τέρατα, γίγαντες, δαίμονες, θεούς και ημίθεους, πνεύματα, κλπ. Η μαγεία και άλλες υπερανθρώπινες δυνάμεις δημιουργούσαν θαυμαστά κατορθώματα και απρόσμενες ανατροπές που προκαλούσαν έκπληξη και θαυμασμό ή φόβο.
Αλλά ταυτόχρονα υπήρχε και ρεαλισμός. Έπρεπε τα αφηγήματα να είναι κάπως πειστικά αν ήταν να διδάσκουν κιόλας. Έτσι τα όντα τρέφονταν, ξεκουράζονταν ή κοιμόντουσανν, ερωτεύονταν, ζήλευαν, πολεμούσαν κι έκαναν πολλές από τις πράξεις των ανθρώπων ή ζώων που ήταν οικείες στους ανθρώπους. Και σε όλες τις αφηγήσεις ο κόσμος του μυστηρίου και της μαγείας, του θαυμαστού και θεϊκού, συμπεριλάμβανε τον γνωστό άνθρωπο.
4. Αυτά ήταν τα όρια του ρεαλισμού.
Οι κοινοί άνθρωποι ήταν απλώς απρόσωπες μάζες με λιγοστό ενδιαφέρον μονάχα ως κομπάρσοι. Ακόμα και ο χορός στο θέατρο ήταν προύχοντες ως επί το πλείστον. Κι αν υπήρχαν κοινοί θνητοί, οικοδόμοι, αγρότες, ναύτες, ήταν πάντα μια ομάδα δίχως ιδιαίτερα άτομα. Οι πρωταγωνιστές ήταν πάντα βασιλείς, πρίγκιπες, ευγενείς και συχνά ημίθεοι. Θα πρέπει και στην αρχαιότητα να υπήρξαν πολλά παρακατιανά έργα, μα λίγα διασώθηκαν.
Και η παράδοση αυτή κράτησε με λίγες εξαιρέσεις μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οπότε η λογοτεχνία άρχισε να ασχολείται σοβαρά πλέον με τις κατώτερες τάξεις, τους εύπορους, τους μικρομεσαίους και τους φτωχούς.
Αυτό το ενδιαφέρον το βλέπουμε καθαρά σε συγγραφείς μυθιστορημάτων όπως ο Ντίκενς και ο Χάρντι στην Αγγλία. Νωρίτερα η Τζέιν Όστιν έγραψε για τα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης και τα κατώτερα της αριστοκρατίας. Αλλά οι Ντίκενς και Χάρντι (και άλλοι) καταπιάνονται με τα φτωχά στρώματα.
Στην Ελλάδα επίσης ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας και άλλοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην κοινή καθημερινότητα.
5. Οι πρωτοπόροι αυτοί όμως πάντα έβρισκαν κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο, κάποια παραξενιά, κάποιο μυστήριο, κάτι ασυνήθιστο, για να κεντρίσουν και να κρατήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Στον εικοστό αιώνα, με την εξάπλωση της ιδέας του σοσιαλισμού και της ισότητας, οι μάζες, ο λαός, η κοινή καθημερινότητα απέκτησε σπουδαιότητα και πρωταγωνιστές έγιναν οι κοινοί άνθρωποι και παραδόξως η ίδια η ρουτίνα.
Οι συγγραφείς και σκηνοθέτες του θεάτρου και των ταινιών άρχισαν να παρουσιάζουν ως κεντρικό πρόσωπο τον συνηθισμένο άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, με τη μεγάλη ποικιλία αδυναμιών και αρετών και τα κοινωνικά, οικονομικά και ψυχολογικά τους προβλήματα.
Έτσι φτάσαμε στην αποθέωση του κοινού ανθρώπου και της κοινής καθημερινότητας.
Μα τώρα δημιουργήθηκε μια νέα δυσκολία – που θα εξετάσουμε στο επόμενο.