1. Η Μεταπολίτευση έφερε και μεταπολίτευση στη Γλώσσα. Δεν ήταν η πλήρης και οριστική πλέον κατάργηση της Καθαρεύουσας. Ήταν η πλήρης ισοπέδωση της φτωχιάς Δημοτικής.
Οι μεταβολές στη γλώσσα, καθομιλουμένη, επίσημη, γραπτή κλπ, συχνά ονομάζεται από γλωσσολόγους (όχι συνετούς) ‘εξέλιξη’. Εδώ έχουμε πάλι τη χαλαρή χρήση της λέξης.
Όχι μόνο η Ελληνική μα όλες οι γλώσσες αλλάζουν, συνηθέστατα από μια λεπτότατη, περίπλοκη κατάσταση με πολλές κλίσεις ονομάτων και ρημάτων σε απλουστευμένη και ισοπεδωμένη κατάσταση.
Η Αγγλική το 800 κχ είχε τρία γένη και πολλές κλίσεις ρημάτων και ονομάτων και πολλές πτώσεις. Σήμερα έχει μόνο ουδέτερο γένος γενικά και το αρσενικό και θηλυκό προσώπων μονάχα. Ακόμα και η ρωσική (και η Βουλγαρική), παρότι έχει διατηρήσει κλίσεις και πτώσεις, έχασε πολλά στοιχεία από την παλαιότερη Αρχαία Σλαβική μορφή της.
2. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά ‘εξέλιξη’ γλωσσών εκτός από τη νέα ευρύτερη έννοια που απέκτησε η λέξη με αλόγιστη χρήση, την έννοια της αλλαγής και της φθοράς.
Η εξέλιξη στην πρωταρχική αυστηρή της έννοια αφορά έμβια όντα που αλλάζουν καθώς συναντούν το περιβάλλον κι εξελίσσονται από μια (συνήθως κατώτερη) μορφή σε άλλη (συνήθως ανώτερη, δηλαδή με περισσότερες και λεπτότερες ιδιότητες και λειτουργίες).
Αλλά η γλώσσα δεν μπορεί να εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο από μόνη της, με τη δική της εσωτερική δυναμική.
Η γλώσσα μεταβάλλεται μόνο επειδή οι άνθρωποι που τη χρησιμοποιούν ως σύνεργο έκφρασης και επικοινωνίας, αλλάζουν συνήθειες ομιλίας και γραφής.
Μερικές μεταλλάξεις γίνονται αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα – όπως ‘ιατρός > γιατρός’ ή ‘αβγό > αυγό’. Άλλες όμως επιβάλλονται ως ‘μεταρρυθμίσεις’ επίσημα από κυβερνήσεις, συμβούλια καθηγητών και άλλες κοινωνικές ομάδες, κομμουνιστικής ή αριστερής νοοτροπίας συνήθως.
3. Μια τέτοια μεταρρύθμιση επιβλήθηκε στη γλώσσα μας στη δεκαετία 1970.
Οι γλωσσολόγοι μεταρρυθμιστές είχαν αποφασίσει τις αλλαγές για ‘απλοποίηση’ της γλώσσας μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Έτσι καταργήθηκαν τα πνεύματα, η περισπωμένη, η δοτική πτώση (τῳ λαῴ, πατρί, όντι κλπ) και διάφορες άλλες ‘απλοποιήσεις’, όπου τα ‘ει/οι’ έγιναν σκέτο ‘ι’, όπως ‘εταιρία, συμπόνια’ κλπ κλπ.
Αποφασίστηκε λοιπόν η αιτιατική αρσενικού ‘τον’ να γίνει ‘το’ όπως η ονομαστική/αιτιατική του ουδετέρου. Έτσι έχουμε: ‘έδωσα στο φίλο το φύλλο’ ή ‘βλέπω και το φύλλο και το φίλο’. Βλακώδη δεν ακούγονται; Τι θα παθαίναμε δηλαδή, και οι μάζες των αγραμμάτων και καθυστερημένων, αν συνεχίζαμε να λέμε και να γράφουμε (όπως κάνω για όλα τα αρσενικά) ‘τον’;… Τίποτα!
Απλοποίηση έγινε και με τα επιρρήματα σε ‘-ως’ που άλλαξαν σε ‘-α’. Έτσι έχουμε ανοησίες όπως ‘Καταλαβαίνω μερικά αυτά που λέτε, αυτά που διαβάζω’. Και πάλι τι θα παθαίναμε αν συνεχίζαμε με το ‘μερικώς’;… Τίποτα!
Το επίρρημα ‘ευτυχώς’ δεν έγινε ‘ευτυχά’ ούτε το ‘εντελώς’ ‘εντελά’.
Κι εδώ βλέπουμε πόσο παράλογος και βάναυσος ήταν αυτός ο βιασμός της γλώσσας μας από ημιμαθείς αριστερόνοες γλωσσολόγους.
Αυτό δε φαίνεται και σε άλλες περιπτώσεις. Το ‘απλώς’ διατηρείται παράπλευρα με το ‘απλά’, μα τα δύο έχουν αποκλίνουσες έννοιες: ‘εγώ απλώς γράφω αυτή τη στιγμή’ κι ‘εγώ γράφω απλά εδώ και καιρό’.
4. Με τέτοιες απλουστεύσεις η γλώσσα φτωχαίνει και μειώνεται η εκφραστική κι επικοινωνιακή της δύναμη. Πόσα χάσαμε με την απώλεια των μετοχών – λύνων, λύνουσα, λύνον, λυθείς, λυθείσα, λυθέν κλπ.
Αλλά οι αριστεροί/κομμουνιστές/σοσιαλιστές που ισχυρίζονται πως φροντίζουν το λαό (δηλαδή τους καθυστερημένους της κοινωνίας, ενώ οι μορφωμένοι δεν είναι λαός!) δεν νοιάζονται φτάνει να προωθείται η ανόητη ιδεοληψία τους για τον λαό.
Έτσι έχουμε την ισοπέδωση, όχι προς τα πάνω, προς την αριστεία (που για αυτούς είναι ‘ρετσινιά’, αφού συνεπάγεται νοητική προσπάθεια), αλλά προς τον πάτο της περιοριστικής αμάθειας.
Όχι να μετέχουν οι λαϊκές μάζες στην ευτυχία των έξυπνων, καλλιεργημένων και πλούσιων, αλλά οι πλούσιοι, καλλιεργημένοι κι έξυπνοι να μετέχουν στην αμάθεια και μιζέρια των μαζών. (Παρεμπιπτόντως, παρόμοια μεταρρύθμιση έγινε από δασκάλους και καθηγητές και στη Ρωσία του Λένιν, λίγο μετά την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού.)
5. Παίρνω ένα τελευταίο, διαφορετικού τύπου, παράδειγμα από τα πάμπολλα που υπάρχουν και δείχνουν τον επικίνδυνο παραλογισμό των μεταρρυθμιστών.
Η κατάργηση της ψιλής δεν πειράζει. Δεν έχει αυτό το πνεύμα βαρύνουσα σημασία, εννοιολογική ή φωνητική. Αλλά η δασεία είναι διαφορετική.
H λέξη ‘ιερέας’ έμεινε ‘ιερέας’ διότι έπαιρνε δασεία και η δασεία προφερόταν ως ανάλαφρο ‘χ’ ή ‘σ’. Έτσι δεν μπορούσε το ‘ι’ να μετατραπεί σε ‘γ’ και η λέξη να γίνει ‘γιερέας’, όπως ο ‘ιατρός’ έγινε ‘γιατρός’ και ο ‘Ιανουάριος’ ‘Γενάρης’.
Επιπλέον η δασεία αντιστοιχεί με το ‘s’ σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Π.χ. ελλ ἑρπε-τόν, λατινικό serpe-ns, κελτικό sarff, σανσκριτικό sarpa˙ ελλ ‛όλο-, λατινικά sal-vus, κελτικά huile, σανσκριτικά sarva˙ ελλ ‛ηδύς, λατ suavis, γερμ swēte, σανσκρ svādus˙ κλπ κλπ.
Έτσι καταλαβαίνει κανείς την (προ-)ιστορία της λέξης από τη δασεία.
Αλλά τι να περιμένεις από την ηλιθιότητα στην εξουσία (που θα μπορούσε να είναι ο τίτλος και αυτού του άρθρου)…