Π182: Ρίτσος και Ραΐζης

Π182: Ρίτσος και Ραΐζης

- in Ποίηση
0

1. ΤO ΒHMA χάρισε στους αναγνώστες του (Ιαν. 2019) και μια ανατύπωση ενός Αφιερώματος στον Ρίτσο της Νέας Εστίας, 1991. Αυτή είναι καλύτερη από εκείνη του Σεφέρη που επέκρινα στο αμέσως προηγούμενο άρθρο.

Εδώ εστιάζω στο σύντομο άρθρο του Μάριου Ραΐζη “Διαύγεια και νόημα στις εικόνες του Ρίτσου” (σ21-26). Ο Μ. Ραΐζης μας λέει πως ο Ρίτσος δημιούργησε τέχνη (ζωγράφιζε κιόλας με “έντονα προσωπική τεχνοτροπία”) “μέσα στο αισθητικό και θεματικό κλίμα του Μοντερνισμού” που περιέχει και την “κατάργηση της άμεσης επικοινωνίας… ανάμεσα στο καλλιτέχνημα (οποιουδήποτε είδους) και στον θεατή, ακροατή ή αναγνώστη”. (Με άλλα και απλούστερα λόγια το καλλιτέχνημα είναι ακαταλαβίστικο.)

Σκοπός του αρθρογράφου είναι “η εξέταση της σχέσης εικόνας και νοήματος” ή, με άλλα λόγια, “του πώς η καθαρότητα του εικονισμού (imagery) βοηθάει την έμμεση, πλάγια εξαγωγή νοήματος ή/και την πρόκληση μιας συγκεκριμένης συναισθηματικής αντίδρασης”.

Είναι μια προσέγγιση με την οποία συμφωνώ απόλυτα, εφόσον γίνεται με κάποια εντιμότητα και ακρίβεια. Και ο Μ. Ραΐζης αναφέρει (προς χαρά μου) “τη λειτουργία του αντικειμενικού συσχετισμού” στη θεωρία του Έλιοτ – που είναι πολύ παλαιότερη του Έλιοτ και που χρησιμοποιώ με τον όρο “Αντικειμενική Αντιστοιχία” ή ΑΑ.

2. Ο Μ. Ραΐζης παίρνει ως ένα από τα παραδείγματά του από την Εαρινή Συμφωνία τις γραμμές:

Η κωδωνοκρουσία του φωτός/ μας υποδέχεται/ στο ξανθό ακροθαλάσσι.

Η αυγή περνάει στην αμμουδιά/

βρέχονται μόλις τα γυμνά της πέλματα/ στο χρυσό κύμα.

Πολύ ορθά ο Μ. Ραΐζης βρίσκει πως υπάρχει παραδοξολογία στην “απόδοση ηχητικής ιδιότητας (κωδωνοκρουσία) στο φως”. Μα πιστεύει πως η “λογική μας, μετά από κάποια προσπάθεια, τελικά δέχεται το νόημα ότι το φως είναι τόσο έντονο όσο ο ήχος μιας καμπανοκρουσίας” – διότι αποφεύχθηκε το τετριμμένο “έντονο” ή “εκτυφλωτικό”!

Αυτή είναι μια άποψη θεμιτή, φυσικά, μα μάλλον ανέντιμη. Διότι δεν πρέπει ο στιχοπλόκος να με αναγκάζει να κάνω νοητικά άλματα για να βρω τι θέλει να πει, επειδή ο ίδιος είναι ανίκανος να βρει μια καλή διατύπωση.

Το πόσο ατζαμής ως ποιητής είναι ο Ρίτσος και πόσο ανέντιμος ως κριτικός ο Μ. Ραΐζης φαίνεται από τα σχόλιά του στις επόμενες γραμμές. Βρίσκει πως η προσωποποίηση της Αυγής δίνει ζωντάνια στην εικόνα. Αλλά δεν μας αναλύει με το κριτήριο της ΑΑ όπως έκανε με την “κωδωνοκρουσία” – άθελα ή εσκεμμένα.

Διότι, ρωτώ, με ποιο φαινόμενο στην αμμουδιά και στο κύμα και στην Αυγή (= διάχυτο φως που δυναμώνει) αντιστοιχούν τα “γυμνά της πέλματα” που βρέχονται; Διότι το φως δεν βρέχεται καθόλου καθώς τρεμοπαίζει “στο χρυσό κύμα” και οι αντανακλάσεις του δεν θυμίζουν καθόλου “πέλματα! Τι παρομοιάζεται με πέλμα;

3. Η ανεντιμότητα και η ανικανότητα του Μ. Ραΐζη φανερώνεται σε ακόμα μια του προσπάθεια να αναλύσει την περιγραφική τεχνική του Ρίτσου που είναι κάκιστη! Είναι από την Κυρά των Αμπελιών του 1961. Από την Εαρινή Συμφωνία, 1938, στα 23 έτη που μεσολάβησαν ο Ρίτσος δεν έμαθε τίποτα, δεν βελτίωσε την ποιητική του ούτε στο ελάχιστο. Δεν είμαι ούτε σκληρός ούτε υπερβολικός.

Τώρα η αυγή και η νύχτα σμίγουν όπως δένονται τα 10 δάχτυλα στο γόνα της γαλήνης/

και μόνη εσύ, Κυρά των Aμπελιών, μέσα στο χάραμα/

να σκίζει ο μέγας ίσκιος σου τον κάμπο σαν καράβι/ 

και πάνου από τα λιόδεντρα τα δυο σου χέρια ασάλευτα δεμένα/

Εδώ ο Μ. Ραΐζης ταυτίζει την Κυρά με την Παναγία, βρίσκει “επιφανειακά παράξενη ρήση” το “γόνα της γαλήνης”, βλέπει θρησκευτική πίστη, γαλήνια ισορροπία και διαύγεια περιγραφής.

Η γαλήνη προσωποποιείται θεμιτά, μα με τι αντιστοιχεί το “γόνα” της; Πώς ακριβώς και “με διαύγεια” σμίγουν η αυγή και η νύχτα σαν δάχτυλα δεμένα πάνω στο “γόνα”; Πρόκειται για μια συγκεχυμένη, ασυνάρτητη περιγραφή. Όσα άλματα κι αν κάνει ο νους μας εδώ δεν έχουμε καμιά καθαρή εικόνα.

Μετά, ξέρουμε πως το καράβι πλέει πάνω στη θάλασσα μα σκίζει κυριολεκτικά το νερό. Ο ίσκιος της Κυράς (ας δεχθούμε) πλέει πάνω στον κάμπο μα πώς ακριβώς τον “σκίζει”; Το ρήμα είναι λάθος!

Τέλος, για να τελειώνουμε, με τι αντιστοιχούν τα δυο “χέρια ασάλευτα δεμένα” πάνω από τα λιόδεντρα; Με τίποτα. Μια εντελώς ανυπόστατη μεταφορά!

Ο Μ. Ραΐζης δεν αντιλαμβάνεται πως η γραφή όλη του Ρίτσου είναι κατάφορτη από τέτοιες ασυναρτησίες που προκαλούν αποτράβηξη και αηδία. Η θεωρητική του κατάρτιση είναι σωστή, μα η εφαρμογή της εδώ, τρισάθλια.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *