1. Εκτός από δικά μου άρθρα, πολύ σπάνια έχω δει άρθρα, μια ή δυο δημοσιεύσεις, να αναλύουν τεχνικά ένα ποίημα ή απόσπασμα. Τα υπόλοιπα, όπως έχω γράψει συχνά, αναλώνονται σε θεματολογία, κάποια βιογραφικά του ποιητή, την κοινωνική κατάσταση και τη γενικότερη ιστορία (το ρεύμα, τη γενιά ή τη σχολή ποίησης όπου εντάσσεται ο ποιητής και το ποίημά του).
Όλοι θα πρέπει να έχουν ακουστά το Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 9η έκδοση (2000 ΓΝΩΣΗ) του Κ.Θ. Δημαρά. Είναι και η Εισαγωγή στη Νεότερη Ποίηση, εκδ. Παπαδήμας 1990 (Δίφρος 1958) του Αντρ. Καραντώνη (και το Η Ποίησή μας μετά το Σεφέρη, 1976).
Είναι και πολλές άλλες, όπως του Τ. Πατρίκιου Ποίηση κι επικοινωνία (στο Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στην Εκπαίδευση, Εκπ. Ζηρίδη, Αθήνα 1978) ή το πιο πρόσφατο του Τ. Καρβέλη Η Νεότερη Ποίηση: θεωρία και πράξη, Θεσσ. Κώδικας 2005. Για αυτό έγραψα παλαιότερα στο άρθρο 131. Ποίηση: Ακρισία (Γ’): Τ. Καρβέλη.
2. Ο Καρβέλης είναι (σχετικά) πιο πρακτικός κι επιχειρεί, όπως με λιγότερη επιτυχία άλλα, την ανάλυση ορισμένων ποιημάτων. Μα και αυτός δεν εμβαθύνει στην ποιητική ανάλυση. Προτού όμως εξετάσω την προσέγγισή του, που τη λέει ‘ερμηνευτική’, πρέπει να υποδείξω πως πολύ ορθά αναλώνει αρκετές σελίδες στην αρχή του βιβλίου του για να υποδείξει την ιστορική εξέλιξη της ποίησης όπως αυτή παρουσιάζεται στη συνηθισμένη θεώρηση από περίπου το 1830 ως και τη δεκαετία 1930.
Είναι σημαντική αυτή η ιστορική επισκόπηση που τοποθετεί τους ποιητές και το έργο τους στη γενιά ή σχολή, ή στο ρεύμα μιας εποχής.
3. Έτσι έχουμε τον ρομαντισμό που κυριάρχησε την περίοδο 1830-1880. Το ρεύμα ήρθε (σ. 12) από τη Γαλλία με απελευθέρωση της φαντασίας, ελεύθερη έκφραση συναισθημάτων, νοσταλγία για το παρελθόν, μελαγχολική διάθεση, τάση για το μυστηριώδες, στροφή προς το όνειρο και το εξωτικό, υπεράσπιση δικαιοσύνης, στηλίτευση αδικίας και κακού, υπεράσπιση αγώνων για ανεξαρτησία και δημοκρατία. Επίσης έκανε πυκνή χρήση μεταφοράς, εικόνας και αλληγορίας, αφθονία ρυθμών, λυρισμό μα και πολυλογία και αμετροέπεια. Πληθώρα ποιημάτων!
Μετά ήρθε ο ‘παρνασσισμός’ (πάλι από τη Γαλλία, σ. 14) όπου οι ποιητές ‘πλησίασαν τα όρια της πλαστικής τελειότητας του στίχου’ – μα ‘λείπει η ζωή και η ανθρώπινη τρυφερότητα’. Παλαμάς (‘Πατρίδες’), Σικελιανός, Βάρναλης (πριν το 1919) και κυρίως Γρυπάρης ήταν ‘παρνασσικοί’! Δυστυχώς, παρότι οι ποιητές μας δημοσίευσαν άφθονα ποιήματα δεν μας δίνει ο Καρβέλης ούτε ένα δείγμα ‘πλαστικής τελειότητας’ μα τη μετάφραση μόνο, δίχως το γαλλικό πρωτότυπο, ενός ποιήματος του Leconte de Liste (σ. 15).
4. Παίρνω ένα τετράστιχο από ένα σονέτο του Παλαμά ‘Πατρίδες’:
Όπου βογγάει το πολυκάραβο λιμάνι/ απ’ άγριο κύμα απλώνεται δαρμένη η χώρα/
Και δε θυμάται μήτε σαν ονείρου πλάνη/ τα πρωτινά μετάξια της τα πλουτοφόρα.
Είναι 12 σονέτα και όλα πάνω κάτω της ίδιας ποιότητας, της ίδιας γεύσης. Εδώ στη γραμμή 2 έχουμε μια υπερβολή που δεν βοηθάει πολύ. Μα ήδη στην 1η γραμμή το ‘βογγάει’ μας προετοιμάζει για πόνο, προσπάθεια μα και παρακμή. Έτσι η χώρα απλώνεται ‘δαρμένη’ (!;) από άγριο κύμα. Και δε θυμάται τα παλαιά πλούτη της ούτε σαν όνειρο. Γιατί όμως χρειάζεται η ‘ονείρου πλάνη’; Ίσως για να συνεχιστεί η υπερβολή;
Μα είναι στην τελευταία γραμμή που αποκαλύπτεται καθαρά η αδυναμία του ποιητή. Ναι, πολύ ωραίος στίχος με την παρήχηση ‘πρωτινά- πλουτοφόρα’. Και τα πρωτινά μετάξια σίγουρα πάνε πίσω σε εποχές πλούτου, συμβολιζόμενου στα ‘μετάξια’. Μα το ‘πλουτοφόρα’ τι χρειάζεται; Τα μετάξια δίνουν ήδη τον πλούτο! Πλατειασμός.
Δεν βρίσκω καμιά ‘πλαστική τελειότητα’!
5. Ομοίως, παίρνω μια στροφή από τα Ιντερμέδια του Γρυπάρη, για τον οποίο είχα γράψει στο 48. Ποίηση: I. Γρυπάρης, K. Χατζόπουλος.
Μάθε τον πόνο το γερό/ Βουβός στα δόντια σου ν’ αλέθεις,
Χύνε της λήθης το νερό/ Μες στο τρελό κρασί της μέθης.
Ναι, συμβουλεύει στωικισμό, καρτερία, απαντοχή. Μα και αυτός καταφεύγει στην υπερβολή (ή ωθείται σε αυτήν διότι θέλει τη ρίμα). Βέβαια έχει το σύμφωνο ‘θ’ στο ‘μάθε’ και ‘αλέθεις’ και μετά ‘λήθης’ και ‘μέθης’. Μα αυτό δεν βοηθάει σε κάτι ουσιώδες. Αυτό που μένει είναι η αίσθηση της προσπάθειας να αλέσεις στα δόντια σου κάτι σκληρό – που εδώ είναι κάτι αφηρημένο, ο πόνος. Αυτό που κάνεις δεν είναι να αλέθεις μα να σφίγγεις τα δόντια, να μη ξεφωνίσεις όταν έχεις ισχυρό πόνο. Έτσι έχω την υποψία πως είχε την καλή ιδέα και πρόθεση, μα δεν του βγήκε πολύ πειστικά ως καλή ποίηση.
Η φράση ‘χύνε της λήθης το νερό’ είναι ποιητική μα και μυθολογική. Το ‘τρελό κρασί της μέθης’ είναι πιο εντυπωσιακή μεταφορά καθώς συμπτύσσει τις τρέλες που προκαλεί η μέθη με κρασί. Μα δεν τις ξεχνάς χύνοντας ‘λησμονιά’ προτού συμβούν οι τρέλες! Αντίφαση!
6. Ο Γρυπάρης δεν είναι ίσως, μα ο Παλαμάς σίγουρα είναι, μεγάλο όνομα. Εντούτοις και οι δυο ψευτίζουν. Προσποιούνται μια διάθεση που δεν αισθάνονται. Στο επόμενο θα εξετάσω τους ‘συμβολιστές’!