1. Στην προηγούμενη δημοσίευση της σειράς εξέτασα την ανάλυση που έκανε ο Ε. Γ. Καψωμένος του ποιητικού αποσπάσματος του Εμπειρίκου «Των επιπτώσεων αι πτώσεις». Ασχολήθηκα με το θέμα όχι γιατί αξίζει προσοχής ο Εμπειρίκος ή ο Ε. Γ. Καψωμένος, μα για να δείξω τη ρηχότητα και σαθρότητα της προσέγγισης, όπως και πολλών παρόμοιων αναλύσεων.
Στις σελίδες 183-208 ο Ε. Γ. Καψωμένος εξετάζει με όμοιο τρόπο και το «Γυψ και Φρουρά» του Ν. Εγγονόπουλου που είναι παρόμοια αρλούμπα:
Μύκονος/Μυκήναι/μύκητες/τρεις/λέξεις/όμως/δυο/μόνο/φτερά//
Σαν ασβέστης/…/σα σαρκοβόρο βιολί//
Η δομή και μόνο (9 μονολεκτικές γραμμές!), εκτός από την ασυναρτησία (…. μύκητες-φτερά-ασβέστης-βιολί σαρκοβόρο!), δείχνει πως πρόκειται για ματαιόδοξο επιδειξία που δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί του περαιτέρω (όχι 25 σελίδες).
2. Ο Ε. Γ. Καψωμένος εξετάζει (σ142-166) ακόμα ένα ποίημα του Παλαμά «Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι» – όπου ο τίτλος δείχνει κάποια ταραχή στο νου του Παλαμά. Αναγνωρίζει τη «ρερητορευμένη εκλογίκευση της παλαμικής ποιητικής» μα το ποίημα, νομίζει, παρουσιάζει «μια σπάνια σημασιοδοτική ευφορία… για να σπουδάσουμε το μηχανισμό σημασιοδότησης, ο οποίος θεμελιώνεται κυριολεκτικά στη συνάρτηση φύση-πολιτισμός» (σ146).
Γράφει πως «ο συνδυασμός φωτός και γύμνιας εξοβελίζει το σκοτάδι και δεν του αφήνει περιθώρια να υπάρξει ούτε σαν ίσκιος» και παραθέτει τις γραμμές:
Εδώ ειν’ ο ίσκιος όνειρο, εδώ χαράζει ακόμα/
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα/ χαμόγελο ξανθό.
Αλλά γράφει «η νύχτα έχει αλωθεί από τις δεσπόζουσες κατηγορίες του φωτός, είναι φωτεινή και ιλαρή αντί για σκοτεινή και βλοσυρή»! Μα ο Παλαμάς δεν λέει τίποτα για τη νύχτα («φωτεινή και ιλαρή») παρά μόνο πως «χαράζει» και η νύχτα έχει «αχνό στόμα», όχι ιλαρότητα (= ευθυμία) ή φωτεινότητα. Με τι αντιστοιχεί στη φυσική νύχτα το «αχνό στόμα»; Και το ξανθό δεν σχετίζεται με μαλλιά ή τρίχωμα; Έχει δηλαδή το χάραμα ξανθό τρίχωμα ή είναι κιτρινωπό, χρυσαφί; Η τελευταία γραμμή δεν κάνει ρίμα με προηγούμενη ούτε εδώ (παρά το «όνειρο») ούτε σε άλλη από τις 15 στροφές! Οπότε αν ο Παλαμάς ήθελε ιλαρότητα θα έγραφε αντί για «ξανθό» ιλαρό ή χαράς (με συνήχηση) ή χρυσό (χρώμα και αξία)… Ο Ε. Γ. Καψωμένος βάζει δικά του νοήματα στις γραμμές που είναι όχι πολύ κομψές και μάλλον ασυνάρτητες ως προς τις εικόνες.
3. Στην 5η στροφή απευθύνεται ο Παλαμάς στην «Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα» για να πιεί «τ’ ολύμπιο νεχτάρι/ της γύμνιας». Ποιο είναι αυτό το νέκταρ;
Στη 10η και 11η στροφή επανέρχεται στο ίδιο θέμα –
Να πιω στα ροδοχάραγα [στήθια σου]/ στα ορθά στα σμαλτωμένα
το γάλα που ονειρεύτηκα/…
Άσχετα με όσες αρλούμπες γράφει ο Ε. Γ. Καψωμένος, ποιο είναι τώρα το «γάλα» και με τι αντιστοιχούν τα «ροδοχάραγα, τα ορθά τα σμαλτωμένα» στήθη της Ψυχής που είναι ιέρισσα της γύμνιας; (Ναι, είναι προσωποποίηση ή αγαλματοποίηση, μα ποιες είναι οι αντιστοιχίες;…)
Και εδώ έχουμε ασυναρτησία. Και ας μη νομίζουμε πως αυτά είναι τα μόνα τέτοια σημεία. Στην 1η στροφή η πλάση είναι «διάφανη …. Ολάνοιχτα, ολόβατα παλάτια» και συνεχίζει: «Το φως χορτάστε μάτια, κιθάρες το ρυθμό»! Πως στην ευχή θα χορτάσουν οι κιθάρες με ρυθμό από την πλάση;
Στην 7η ο Παλαμάς εύχεται η Ψυχή, που το κορμί της είναι ναός (5η), να γίνει «ατάραχο άγαλμα» – δηλαδή κάτι ζωντανό να γίνει άψυχο!
4. Ο δε Ε. Γ. Καψωμένος γράφει με στόμφο: «σ’ αυτό το μυθικό πλαίσιο η καθιέρωση των κυρίαρχων κατηγοριών και αξιών της φύσης ως αξιών πολιτισμού βρίσκει μια κοσμολογική δικαίωση… συστατικό στοιχείο… ενός παγκόσμιου ρυθμού που διαπερνά, συνέχει και εναρμονίζει τα πάντα».
Μπορεί να ήταν αυτή η πρόθεση του Παλαμά και ο Ε. Γ. Καψωμένος να την αναγνωρίζει, αλλά η ποιητική δεν την πραγματώνει και η κριτική δεν δείχνει πού στραβώνει!
Στην πραγματικότητα η «σημειωτική» δεν είναι διαφορετική προσέγγιση από την παραδοσιακή. Μόνο φαντασιόπληκτοι καθηγητές χάνονται στους δικούς τους λαβυρίνθους νοητικής θολούρας.