Ομολογώ πως δεν έχω δει ελληνική ταινία παραγωγής από τη μεταπολίτευση και δώθε. Αλλά έχω δει πολλές τηλεοπτικές σειρές, μερικές πολυδιαφημισμένες για το κόστος παραγωγής (όπως οι “Πάνθεοι”, ένα remake της παραγωγής 1977-79, ERT, του μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη, τώρα από τον SKY, μια πολύ απογοητευτική παράσταση από κάθε άποψη αφού δεν έδωσε ούτε καν μια ρεαλιστική εικόνα ξενοδοχείου(!) ούτε πραγματικές συγκινήσεις).
Δεν μπορώ να πω πως εμπιστεύομαι καθόλου τις κρίσεις της κας Κατσουνάκη.
Αν “η είσοδος στο 2025 είναι φωταγωγημένη” από την ταινία για τον Καζαντζίδη (ευφορία… συγκίνηση στην αίθουσα, τα τραγούδια που ενώνουν φωνές, που μοιράζονται βιώματα ή ακούσματα…” κλπ αλλοίμονο! (Θα έπρεπε η Μ. ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ να προσθέσει και τα λικνίσματα στον ρυθμό του κάθε αμανέ…)
Από πού κι ως πού “το σινεμά… ωριμάζει” καθώς “εμπιστεύεται περισσότερο το συναίσθημα και την πραγματικότητα… Το πραγματικό συναίσθημα…”;;;
Ποια στη ευχή είναι η πραγματικότητα; Του κάθε σκηνοθέτη και του κάθε κριτικού (όπως η Μ. ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ);
Και δεν είναι κάθε συναίσθημα “πραγματικό” για το άτομο που εκείνη την ώρα το συναισθάνεται;
Οπότε τι κριτήρια προσφέρει η Μ. ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ;
Αν αυτές οι βασικές κρίσεις είναι τόσο άστοχες, τι αξία έχουν τα άλλα που λέει;
Η δε τελευταία παράγραφος δείχνει καθαρά το πραγματικό ή κύριο ενδιαφέρον – τα λεφτά, όπως παντού!…
Μα σκέφτεται κανείς πια τη θρυλική “κάθαρση” και την επίδρασή της ;
Το ελληνικό σινεμά έχει κάτι κρίσιμο να μας πει – Μαρία Κατσουνάκη 05.01.2025, Καθημερινή:
Είναι ωραία η εικόνα και αισιόδοξη: μια κινηματογραφική αίθουσα γεμάτη όχι μόνο από κοινό, αλλά και από παλμό. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος, με την καθοριστική συμμετοχή του Χρήστου Μάστορα, επιχείρησε την (πολυκύμαντη) βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη, και υπέγραψε μια εισπρακτική επιτυχία. Ετσι, αποχαιρετήσαμε το 2024 και πατήσαμε στο 2025 με το “Υπάρχω” να προκαλεί συνωστισμό και ουρές. Αλλά το πιο σημαντικό, ίσως, δεν είναι τα εισιτήρια (πριν από μία εβδομάδα ξεπερνούσαν τις 250.000)· είναι η ευφορία και η συγκίνηση στην αίθουσα, τα τραγούδια που ενώνουν φωνές, που μοιράζονται βιώματα ή ακούσματα, που συμβάλλουν, έστω και στιγμιαία, στη συνύπαρξη διαφορετικών γενιών και καταβολών. Ο,τι ενστάσεις κι αν έχει κανείς για την ταινία, η χημεία της με τους θεατές είναι καταλυτική.
Οπως κι αν εξελιχθεί –από πλευράς προσέλευσης– η χρονιά για την ελληνική παραγωγή, η είσοδος στο 2025 είναι φωταγωγημένη.
Το πρώτο διάστημα του καινούργιου χρόνου θα προβληθούν δύο, ακόμη, πολύ καλές παραγωγές, διαφορετικού ύφους: το “Arcadia” του Γιώργου Ζώη και το “Κρέας” του Δημήτρη Νάκου. Πρόσφατα, ανακοινώθηκε ότι η καινούργια ταινία του Βασίλη Κεκάτου οι “Αγριες μέρες μας” θα διαγωνιστεί στο τμήμα Generation του 75ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, το “Animal” της Σοφίας Εξάρχου είναι ανάμεσα στις πέντε επικρατέστερες για τα ευρωπαϊκά βραβεία LUX. (….)
Οπως κι αν εξελιχθεί –από πλευράς προσέλευσης– η χρονιά για την ελληνική παραγωγή, η είσοδος στο 2025 είναι φωταγωγημένη.
Το ελληνικό σινεμά, τόσο η μυθοπλασία όσο και το ντοκιμαντέρ, αλλάζει (“Κ” 10/11/2024) και ωριμάζει. Απομακρύνεται από εγκεφαλικές κατασκευές, εμπιστεύεται περισσότερο το συναίσθημα και την πραγματικότητα. Το πραγματικό συναίσθημα. Παρατηρεί τον κόσμο όχι μόνο του άστεως αλλά και της επαρχίας, ανθρώπους υπαρκτούς, μοναχικούς, προδομένους, αυτοκαταστροφικούς, αδικαίωτους, ανερμάτιστους αλλά με ένα αίσθημα ισορροπίας. Τα τραύματα δεν είναι μεταφυσικά, οι καταστάσεις είναι υπαρκτές ακόμη κι όταν φαντάσματα κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Οι νεκροί δεν χάνονται παρά μόνο αν εμείς τους αφήσουμε ελεύθερους (“Arcadia”), ο ξένος παραμένει ξένος και ευάλωτος, πολίτης «δεύτερης κατηγορίας» ακόμη κι αν είναι μέλος, σχεδόν «υιοθετημένο», από μια ελληνική οικογένεια (“Κρέας”). Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από το τουριστικά θριαμβευτικό ελληνικό καλοκαίρι; (“Animal”).
Παρακολουθώντας ένα μέρος της φετινής ελληνικής παραγωγής είχαμε την αίσθηση πως τα θέματα που πραγματεύονται οι σκηνοθέτες είτε αφορούν τις σχέσεις (οικογενειακές, κοινωνικές), είτε προβλήματα (μετανάστευση, περιβάλλον), είτε τα ανθρώπινα πάθη (πύκνωσαν και οι φόνοι), είναι εξαιρετικά κρίσιμα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Η σκηνοθετική ματιά είναι στιβαρή, αφτιασίδωτη, δυναμική (“Κ” 12/11/2024). Το ερμηνευτικό ταλέντο περισσεύει, οι τεχνικές δυνατότητες, οι συντελεστές (παραγωγή, φωτογραφία) όλοι και όλα, προχωρούν με στέρεο βηματισμό ενσωματώνοντας γενιές με γνώση, επιμονή, ευρηματικότητα.
Από την άλλη, το πολιτειακό κομμάτι (που ευθύνεται και για μέρος της χρηματοδότησης) δεν έχει ομαλοποιηθεί εμπνέοντας ανησυχίες. Ο νέος φορέας, ΕΚΚΟΜΕΔ (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας), δεν ανταποκρίνεται ακόμη στην προσμονή και στις προσδοκίες που τον γέννησαν. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι από τη δεκαετία του ’80 και μετά, δύσκολα θα θυμηθούμε περιόδους όπου η δημιουργική πνοή και η κρατική υποστήριξη πορεύονταν χέρι χέρι. Ομως, αλίμονό μας αν στρεφόμαστε στο παρελθόν για να δικαιολογήσουμε το παρόν. Τη στιγμή, μάλιστα, που το ελληνικό σινεμά έχει κάτι κρίσιμο να μάς πει για το παρόν και το μέλλον μας.
Αμφιβάλλω! Διότι, ξαναρωτώ, τι απέγινε εκείνη η “κάθαρση” του αρχαίου Αριστοτέλη – που συνεχίζει 2000 έτη να απασχολεί τα πιο εξειδικευμένα μυαλά στο θέαμα (θέατρο και, τώρα, σινεμά ή τηλεόραση);
Πώς ξέρει ο σκηνοθέτης ή ο κριτικός (η Μ. ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ, π.χ.) πως “οι νεκροί δεν χάνονται παρά μόνο αν εμείς [οι ζωντανοί] τους αφήσουμε ελεύθερους” και τη σημασία αυτής της πράξης – αν έχει καμιά σημασία; Σίγουρα πιο ορθό θα ήταν να εξεταστεί η λύτρωση του ζωντανού ατόμου από τα βασανιστικά δεσμά των αναμνήσεων του παρελθόντος.
Μια καλή ταινία πρέπει στα συστατικά της να έχει εκτός από κάποιο σοβαρή άποψη της ανθρώπινης κατάστασης και καλή σκηνοθεσία, καλή ηθοποιία, φωτογραφία, μουσική και μια καλή αφήγηση δίχως ασυνέπειες, αντιφάσεις και ρηχότητες που περνούν ως “ρεαλισμός” ή φτηνούς συναισθηματισμούς που περνούν για πραγματική συγκίνηση….
Η κάθαρση ήταν πάντα το τελικά απόσταγμα για την πλοκή και τους πρωταγωνιστές που φτάνουν σε μια λεπτότερη κατάσταση αυτογνωσίας – πού είναι τελικά σοφία. Αν δεν μπορεί να την επιφέρει η όποια ταινία, δεν είναι καλή. Συναίσθηση (πράξεων και καταστάσεων), συγχώρεση (εαυτού και άλλων) και συμφιλίωση: συνεπάγεται φυσικά, με άλλα λόγια, και μετάνοια. Τέτοια είναι η κάθαρση.
Είναι απλή συνταγή μα δύσκολη στην πραγμάτωση….