Π67: Μπάρας, Σαραντάρης, Μάτσας…

Π67: Μπάρας, Σαραντάρης, Μάτσας…

- in Ποίηση
0

1. Εκτός από τους τρεις του τίτλου, υπάρχουν πολλοί άλλοι της ίδιας εποχής περίπου, που συναντάμε σε ανθολογίες (Αντωνίου, Καββαδίας, Παπανικολάου, Σκαρίμπας), μα δεν αξίζουν τον κόπο.

Ούτε ο Αλ. Μπάρας (1906-1990) έχει αφήσει κάτι αξιόλογο. Τα περισσότερα κείμενά του Συνθέσεις (Α, 1933, Β 1938, Γ 1953) είναι πεζόμορφα με ρίμα όμως: τα τρία πλοία, Κλεοπάτρα, Σεμίραμις και Θεοδώρα –

Πάνε/ να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Αιγαίου και της Μεσογείου/ με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μες στα νερά/ τη νύχτα.

Κι έτσι εξαντλείται η ποιητική του προσπάθεια. Το “Επίθυρα χεράκια” περιέχουν γραμμές που ο Μπάρας θεωρεί προφανώς ποιητικές – όπως όταν θυμάται που μικρός τεντώθηκε κι έπιασε το ορειχάλκινο χεράκι μα δεν “έκρουσε” γιατί –
Κοίταζα ένα ξυπόλυτο παιδάκι/ με λευκό μακρύ χιτώνα/
που ανέβαινε,/ προσεκτικά μην τον πατήσει/ προς την σελήνη.

Εδώ δεν έχουμε ούτε ρυθμό ούτε ρίμα.

2. Ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941) είχε ιταλική παιδεία κι έγραφε ολιγόστιχα κείμενα, δημοσιευμένα 1933 – , μα μερικά δημοσιεύθηκαν μεταθανάτια (1961).

Μεγάλη εντύπωση μου έκανε το “Ο ύπνος” (1938):
Ο ύπνος είναι ένας απλοϊκός άνθρωπος
Γεμάτος δώρα/ Που τα χαρίζει σ’ όλους/ Που τα μαζεύουν όλοι
Ο ύπνος είναι ένας κύκνος αυθόρμητος
Που ανάβρυσε πάνω στα νερά της ψυχής.

Αυτό το κείμενο με εντυπωσίασε με την ασυναρτησία και σύγχυσή του. Αναρωτήθηκα αν ο ΓΣ ήταν μαστουρωμένος όταν το έγραφε ως “ποίημα”. Διότι ο ύπνος δεν έχει σχέση με “απλοϊκό άνθρωπο”. Και πώς στην ευχή μοιάζει με κύκνο (άσπρο ή μαύρο;) που, μάλιστα, “αναβρύζει”(!); Σίγουρα είναι τα νερά που αναβρύζουν. Ο κύκνος πλέει, γλιστράει πάνω ή σχίζει τα νερά. Και τι είναι αυτά τα “νερά της ψυχής”;

Παίρνω και μια στροφή από ένα από τα τελευταία του “Η μουσική μας απαγγέλνει έρωτες άσπρους”.
Ο κήπος προς την άνοιξη πηγαίνει/ Οι έρωτες ασπρίζουν τη σελήνη
Έμελλε η χορδή να σπάση του χειμώνα/ και μια φωνή ξανθή να δραπετεύση.

Κι εδώ βλέπουμε όμοια ασυναρτησία και σύγχυση, εκτός της πρώτης γραμμής. Γιατί και πώς έρωτες ασπρίζουν τη σελήνη μένει μυστήριο. Ποια είναι η χορδή του χειμώνα; Πώς μια φωνή είναι ξανθή; Κι αυτά μυστήρια.

Αν ποτέ κάνω μια κατηγορία των πιο ανόητων στιχουργών ο ΓΣ θα είναι σίγουρα ένας.

3. Ο Αλ. Μάτσας (1911-69) δεν είναι πολύ καλύτερος. Γράφει από το 1934 ως το 1964 αλλά όχι πολλά. Ανήκει κι αυτός στους πολλούς φαντασιόπληκτους στιχοπλόκους που αδυνατούν, φαίνεται, να νιώσουν πραγματικά αίσθημα ή να το μεταδώσουν ή να συντάξουν ένα ζωντανό σχήμα λόγου.

Σε παλαιότερο άρθρο αναφέρθηκα στον Μάτσα αλλά θα εξετάσω πάλι ένα από τα δύο αποσπάσματα που ανέλυσα τότε ( 21.Ποίηση: Προσεγγίσεις (Ε) )

Πρώτα παίρνω ένα πρώιμο από τη σειρά “Του Ύπνου” το δεύτερο:-
Ανέδυσες απ’ το βυθό του ύπνου/ μ’ αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια
και μες στα μάτια σου τη σκοτεινή δροσιά των θαλασσών.

Που βρέθηκαν τα “αστέρια” και τα “κοχύλια” μέσα στον ύπνο για να μπορέσει το αφυπνισμένο πρόσωπο να τα φέρει μέσα στα χέρια του; Είναι δυνατόν;… Μετά, αυτό το πρόσωπο έχει αφυπνισμένα μάτια που θυμίζουν θάλασσες και τη σκοτεινή δροσιά τους. Αν τα μάτια είναι γαλάζια (=θάλασσα) τότε η σκοτεινιά είναι δύσκολη. Αν πάλι είναι μαύρα(=σκοτεινιά) τότε οι θάλασσες είναι δύσκολες. Έτσι κι αλλιώς, ποια είναι η δροσιά των θαλασσών στα μάτια, κάτι άλλο σίγουρα από την υγρασία τους;…

Η στροφή από το “Νησιώτικη Ταράτσα” βρίσκεται συχνά σε ανθολογίες:
Αιχμάλωτη στα δίχτυα της κληματαριάς
η θάλασσα απαστράφτει με χίλια λέπια
σαν ύδρα αδαμάντινη π’ αργοσαλεύει/ στα βέλη του μεσημεριού.

Είναι δύσκολο να δεις τη θάλασσα “αιχμάλωτη” σε “δίχτυα κληματαριάς”. Διότι όταν κάθεσαι στην ταράτσα, η κληματαριά είναι από πάνω σου, όχι ανάμεσα σε σένα και τη θάλασσα. Τα “χίλια λέπια’ είναι αποδεκτά, μα η “αδαμάντινη ύδρα” όχι, διότι τα διαμάντια είναι άψυχα ενώ η ύδρα ζωντανή, και, ούτως ή άλλως, η θάλασσα είναι πολύ εκτεταμένη για να θυμίζει ερπετό ή άλλο συγκεκριμένο μυθικό τέρας.

Προσέξτε άλλες “ποιητικές” φράσεις που προδίδουν ανικανότητα: “Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη”· “κλαγγή των ασπίδων αιθέρος και θαλάσσης”· “συκιά σαν παιδικό/ χέρι του Χρόνου”· “φωνές της νύχτας σ’ αλφαβητάρια της σιγής”…

Μόνο η φιλοδοξία να περνά κάποιος για “ποιητής” παράγει τέτοια παραποίηση.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *