1. Στις μέρες μας οι θεολόγοι της ποίησης αλλά και όσοι γράφουν κείμενα που θεωρούνται ποίηση, δέχονται τη σκοτεινότητα ως αναγκαίο στοιχείο της. Ο Νάσος Βαγενάς είναι καλό παράδειγμα (Η Ειρωνική Γλώσσα σ 26), όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο.
Αυτό δεν είναι αλήθεια, Όμως παράλληλα με αυτή την αντίληψη έχει εδραιωθεί και η γνώμη πως “δραματική” ποίηση έχει περισσότερη ωριμότητα από τη “λυρική” και προσφέρει περισσότερα (πάλι ο Βαγενάς). Ούτε αυτό είναι αλήθεια. Όπως με την ΑΑ υπάρχει γενικά μεγάλη σύγχυση, έτσι κι εδώ.
Η σκοτεινότητα ως αναγκαίο συστατικό ήρθε στη χώρα μας με τον Σεφέρη. Πολλοί λένε πως εμφανίστηκε (μετά τη λυρική του περίοδο που έληξε με το Ερωτικός Λόγος) στη δραματική φάση που άρχισε με το Μυθιστόρημα και φέρει έντονα την επίδραση του Έλιοτ.
Και η θεωρητική αφετηρία βρίσκεται μάλλον στον Έλιοτ που έγραψε: «Μπορούμε να πούμε πως, από ό,τι φαίνεται, οι ποιητές στον πολιτισμό μας, έτσι όπως αυτός διαμορφώθηκε σήμερα, πρέπει να είναι δύσκολοι. Ο πολιτισμός μας έχει μέσα του μεγάλη ποικιλία και περιπλοκή και αυτές οι δύο, η ποικιλία και η περιπλοκή, επενεργώντας σε μια εκλεπτυσμένη ευαισθησία, θα πρέπει να παράγουν ποικίλα και περίπλοκα αποτελέσματα. Ο ποιητής, θα πρέπει να γίνει όλο και περισσότερο υπαινικτικός κι έμμεσος, ώστε να υποτάξει κι αν είναι ανάγκη, να εξαρθρώσει τη γλώσσα στα νοήματά του».
Αυτά είναι μόνο μερικώς αληθινά. Η σύγχρονη κουλτούρα ας πούμε από το 1900 και δώθε, έχει μεγάλη ποικιλία και περιπλοκή αλλά δεν έχει εξαφανιστεί η απλότητα: όποιος τη θέλει τη βρίσκει παντού! Αλλά ποικιλία και περιπλοκή (όπως και απλότητα) υπήρχαν και στην αρχαία Αθήνα, Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Βαγδάτη, Κόρντοβα κλπ., δηλαδή τα μεγάλα κέντρα πολιτισμού. Ούτε στην Αλεξάνδρεια ούτε στην Κωνσταντινούπολη “εκλεπτυσμένες ευαισθησίες” επηρεάστηκαν έτσι που να παράγουν ποίηση σπουδαία και σκοτεινή. Στην πρώτη παρουσιάστηκε ποικιλία γραμματείας και στη δεύτερη νομοθεσίας – υψηλής στάθμης και στις δύο περιπτώσεις. Πολύ αμφιβάλλω αν η ποίηση του Έλιοτ (ή του Σεφέρη) θα θεωρείται τόσο σπουδαία σε 100 χρόνια. To αξιοσημείωτο νέο γεγονός είναι η τρομερή ταχύτητα με την οποία αλλάζουν οι συνθήκες στις οποίες ζούμε χάρη στην απουσία εσωτερικών σταθερών αξιών και στην αλματώδη πρόοδο των υλικών επιστημών και της τεχνολογίας.
2. Αυτό που έχει σημασία στα λόγια του Έλιοτ είναι ότι ενώ προτείνει δυσκολία και υπαινικτικότητα, δεν προτείνει α-νοησία και ασυναρτησία. Πουθενά δεν λέει – “Να γράφετε ό,τι και όπως σας αρέσει κι ας μην έχει νόημα!”
Αλλά είναι αναπόφευκτο πως οι διατυπώσεις του οδηγούν στην ασυναρτησία. Ο ίδιος μάλιστα γλίστρησε μερικές φορές στην ασυναρτησία. Τρανταχτό παράδειγμα είναι οι 10 τελευταίες γραμμές του Έρημη Χώρα (I sat upon the shore… ‘Κάθισα πάνω στην ακτή’… κλπ.). Αυτές δεν είναι ποίηση – άσχετα με την πρόθεσή του και το τι λένε οι ποιητικοί κύκλοι – αλλά μια σειρά από αναφορές σε άλλα ποιητικά έργα που μόνο με τη βοήθεια υποσημειώσεων γίνονται κατανοητές. Μέχρι όμως να διαβάσεις τις πληροφορίες και να καταλάβεις τι λέγεται, έχεις χάσει κάθε όρεξη και συγκίνηση, εκτός από απογοήτευση. Και οι τελικές λέξεις Datta (= να δίνετε), Dayadhvam (= να συμπονάτε), Damyata (=να δαμάσετε – πάθη και πόθους), μαζί με την ευχή shantih, τρις (= γαλήνη/ειρήνη παντού), δεν φτιάχνουν τη διάθεση διότι είναι σκέτες λέξεις χωρίς νόημα και χωρίς τα συμφραζόμενα στην Ουπανισάδα (Bṛhadāraṇyaka upaniṣat). Επίσης πολλά κομμάτια στο Four Quarters Τέσσερα Κουαρτέτα έχουν ασυναρτησία, ή δεν είναι ποίηση αλλά κομματιασμένη φιλοσοφική πρόζα.
Αλλά εγώ απορρίπτω πλήρως τη γνώμη του Έλιοτ πως οι ποιητές θα πρέπει να είναι δύσκολοι με την έννοια σκοτεινοί, ακατανόητοι, ερμητικά κλειστοί μέσα στα δικά τους προσωπικά σύμβολα. Και τη γνώμη του Σεφέρη (και άλλων) πως η συγκίνηση έχει τη σπουδαιότητα, όχι το νόημα.
Μόνο αν υπάρχει νόημα και στον βαθμό που υπάρχει νόημα, θα εγερθεί συγκίνηση. Ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει συγκίνηση, όπως η εμπειρική παρατήρηση δείχνει, αν δεν υπάρξει πρώτα κάποιο νόημα. Όπου το νόημα χάνεται, ο νους προσπαθεί να βρει κάποιο κι έτσι δεν εγείρεται συγκίνηση/ συναίσθημα. Ακόμα κι ένα κομμάτι κλασικής μουσικής θα μεταδώσει κάποιο νόημα, έστω υποτυπώδες, συνοψισμένο σε δυο τρεις λέξεις, ή μια εικόνα, ή γνώση δίχως λόγια, πολύ γοργά, πριν τη συγκίνηση.
3. Ας πάρουμε λίγα παραδείγματα. Πρώτα από ένα κείμενο του Σεφέρη του 1947.
Κι άλλες φωνές σιγά σιγά με τη σειρά τους/ ακολουθήσαν˙ψίθυροι φτενοί
και διψασμένοι/ που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό˙
θα’ λεγες γύρευαν να πιούν αίμα μια στάλα˙/ ήτανε γνώριμες μα δεν
μπορούσα να τις ξεχωρίσω. (Κίχλη.)
Εδώ σίγουρα υπάρχει δυσκολία. Ο αφηγητής χρησιμοποιεί την ελληνική λογοτεχνική παράδοση κι αν δεν ξέρεις πως οι φωνές που ήθελαν να πιούν αίμα είναι αναφορά στις φωνές των νεκρών από την 11η ραψωδία της Οδύσσειας, όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη (= το σκοτεινό μέρος του ήλιου) και μιλά μαζί τους: έπρεπε να σφάξει αρνιά για να πιούν το αίμα τους (μετά από χοές από γάλα με μέλι και κρασί)! Μπορεί πολλοί να διάβασαν το σχετικό αρχαίο κείμενο στο σχολείο κάποτε, μα πόσοι το αναγνωρίζουν τώρα;… Εδώ, λοιπόν, ο Σεφέρης λέει πως ακούει τις φωνές των παλαιών της παράδοσης (και αμέσως μετά θα ακούσει τη φωνή του γέρου Σωκράτη).
Μόνο εφόσον γνωρίζεις αυτή τη λεπτομέρεια μοιράζεσαι την συγκινησιακή εμπειρία με τον αφηγητή – αν όντως υπάρχει. Αλλιώς – τρέχα γύρευε ο νους!… Ούτως ή άλλως, όμως, αναρωτιέμαι γιατί τώρα, μέσα στον νου του Σεφέρη, διψάνε: γιατί οι φωνές είναι διψασμένες;… Ο αφηγητής δεν το διευκρινίζει αυτό καθόλου μένοντας με την προσποίηση πως ακούει τις φωνές και τονίζοντας την καθαρά λογοτεχνική αναφορά. Αυτή η “σκοτεινότης”, εκούσια ή ακούσια, είναι κακή ποίηση.
Ας πάρω κι ένα του 1982 του Ν.Βαγενά – “Ο ύπνος του ποιητή”:
Αυτό το ποίημα τρίζει./ Είναι ο νεκρός που έθαψα με
τόσο κόπο./ Τα γένια του φυτρώνουν/ μέσα απ’ τις λέξεις./
Τα νύχια του μεγαλώνουν/ με κρότο.// Τη νύχτα με ξυπνά./ βογκώντας./
Παλεύει να βγει/ έξω απ’ το ποίημα.
Εδώ απορείς γιατί “ο ποιητής” γράφει κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει καθόλου τρίξιμο στις γραμμές που παραθέτω – ή σε άλλο μέρος. Είναι κάτι εξυπνακίστικο, κάτι σαν άσκηση. Έχει συνοχή και κάποιο συμβολισμό ίσως για σκέψεις, συγκινήσεις, ενοχές, επιθυμίες, που καταπιέζουμε (ο νεκρός) και το καταπιεσμένο πασχίζει να βγει στην επιφάνεια. Άγνωστο γιατί τα νύχια να μεγαλώνουν με κρότο μα όχι τα γένια. Και βέβαια δεν βλέπουμε τίποτα να παλεύει να βγει έξω από το ποίημα. Όπως δεν βλέπουμε λέξεις/φράσεις που να έχουν ομοιότητα με γένια και νύχια καθώς φυτρώνουν και μεγαλώνουν. Ο αφηγητής έχει παρασυρθεί από την εικόνα του (το σύμβολο, τη συμπιεσμένη παρομοίωση) και αναπτύσσει λεπτομέρειες που ανήκουν σε αυτήν, όχι στο αντικείμενο το οποίο η εικόνα συμβολίζει. Επειδή δεν υπάρχει καμιά ΑΑ, το όλο σαχλαμαρίζει.
Το επόμενο είναι απόσπασμα από μεγαλύτερο κείμενο (Ν. Βαλαωρίτης, 1984) με τίτλο “Ο φαύνος κύκνος” – με λογοπαίγνιο φαύνος/φαύλος και κύκνος/κύκλος (!).
απ’ την άλλη μεριά του τοίχου/ γράψιμο μες στο νερό/ δε φταίει
ο καλός μας άγγελος/ μια ανάποδη προετοιμασία/ χωρίς
καμμιά αισθητική/ γυμνά λεφτά κάνουν έρωτα/ ξύνω τα νεύρα
μου με δεντρολίβανο/ Το βουνό βγάζει μια κραυγή που με αγγίζει στο μέτωπο.
Εδώ δεν καταλαβαίνουμε τι θέλει να διαμηνύσει ο αφηγητής, παρότι κάθε γραμμή έχει κάποιο νόημα. Κάθε γραμμή έχει ΑΑ και μόνο η τελευταία δεν έχει. Στην προτελευταία, στη φράση ξύνω τα νεύρα μου μπορεί να τεντωθεί το νόημα του ξύνω ως ‘ερεθίζω, ανακουφίζω’ μεταφορικά με την οσμή του δεντρολίβανου. Αλλά στην τελευταία δεν γίνεται η κραυγή να με αγγίζει στο μέτωπο, ούτε καν μεταφορικά διότι μια κραυγή είναι ήχος και αυτός μας αγγίζει μόνο στο αυτί – και μετά στην καρδιά ή στον νου. Όμως όλες οι γραμμές μαζί δεν δίνουν ένα συνολικό νόημα και, οπωσδήποτε, οι δύο τελευταίες στέκουν χωριστά όπως και η τελευταία στέκει χωριστά από την προηγούμενη. Ούτε συγκίνηση (εκτός από απορία) μεταδίδεται ούτε καμιά σοφή σκέψη. Ο αφηγητής εξυπνακίζει σουρεαλιστικά και μένεις με την απορία – γιατί τα γράφει αυτά… Μοιάζει σκέτη επίδειξη.
4. Για να μεταδώσει κάποια, όποια, συγκίνηση, ένα ποίημα πρέπει πρώτα να χαρίζει νόημα απρόσκοπτα. Παίρνω ένα δείγμα από τον Σεφέρη ξανά (Μυθιστόρημα Ζ΄ “Νοτιάς”, προ-τελευταία στροφή, γραμμένο 1933-34):
Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας;/ Χτες βράδυ
μια νεροποντή και σήμερα/ βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι
στοχασμοί μας/ σαν τις πευκοβελόνες της χτεσινής νεροποντής/
στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι/ θέλουν να
χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.
Εδώ βλέπουμε μόνο ένα μικρό ψεγάδι – την επανάληψη της λέξης «νεροποντή». Αλλιώς το απόσπασμα είναι ωραία ποίηση. Οι στίχοι έχουν και δραματική ποιότητα και λυρική συνάμα. Ο αφηγητής νιώθει τη χαρακτηριστική θλίψη του Σεφέρη και το εκδηλώνει κυριολεκτικά. Η “θλίψη στην καρδιά» είναι ανάλογη με τον σκεπασμένο ουρανό που βαραίνει: είναι κι αυτή βαριά, γι’ αυτό “ποιος θα τη σηκώσει;” ρωτά ο αφηγητής. Μετά έχουμε την παρομοίωση “στοχασμοί/ πευκοβελόνες” σε πλήρη αντιστοιχία ή αναλογία. Όπως οι πευκοβελόνες, έτσι και οι στοχασμοί, μετά από ένα ξαφνικό (μάλλον τραγικό, αλγεινό) συμβάν σαν τη νεροποντή, μαζεύονται άτακτα για να εξηγήσουν και να λύσουν το πρόβλημα μα πέφτουν άχρηστοι. Ο πύργος που χτίζουν οι πευκοβελόνες είναι μια τυχαία κίνηση που οφείλεται στη ροή των νερών. Έτσι και οι στοχασμοί κυκλοφορούν μάλλον τυχαία στον νου δίχως συνειδητό σχεδιασμό κι έτσι διαλύονται ατελέσφορα.
Εδώ έχουμε ποίηση καθαρή: έχουμε λεξιλόγιο καθημερινό, λυρικότητα και δραματικότητα μαζί καθώς κι ελεύθερο στίχο. Επίσης νόημα ολοκάθαρο χωρίς ίχνος σκοτεινότητας. Τέτοια ποίηση και διδάσκει και ευχαριστεί. Επειδή δεν ψευτίζει και δεν είναι δυσνόητη λόγω αναφορών σε αρχαία λογοτεχνία ή λόγω σουρεαλιστικής ακατανοησίας, συμμετέχεις στη συγκινησιακή εμπειρία.
Ας δούμε ακόμα ένα παράδειγμα από ένα ποίημα του 1990 ανώνυμου φίλου:
… ο μεστωμένος άντρας γεννιέται τάφος ζωντανός
του βρέφους, του αγοριού, τάφος παραπλανήσεων
καθώς ταυτίζεται το Εγώ…
Εδώ έχουμε παραδοξολογίες: πρώτα να γεννιέται ο μεστωμένος άντρας και μετά να είναι τάφος και μάλιστα ζωντανός! Όμως ο νους αντιλαμβάνεται γρήγορα πως ο άντρας είναι ούτως ή άλλως ζωντανός και μεταφορικά είναι τάφος για το βρέφος και το αγόρι που, μεταφορικά, έχουν πεθάνει, έχουν δηλαδή παραχωρήσει οριστικά την ύπαρξή τους στον μεστό άντρα. Μετά ο ίδιος έχει γίνει και τάφος παραπλανήσεων που συνίστανται στην ταύτιση του Εγώ με μια ή άλλη ηλικία και τις καταστάσεις που σχετίζονται με αυτήν, ενώ αυτή σίγουρα θα περάσει δίνοντας τη θέση της στην επόμενη. Μια άλλη παραπλάνηση είναι η συνηθισμένη, κοινή πίστη, όσο κρατά η ταύτιση, πως αυτή η περίοδος της ζωής μας θα διαρκέσει για πάντα. Το παράδοξο έχει αναγνωρισμένη χρήση από την κλασική αρχαιότητα και η λειτουργία του είναι να ξυπνά τρανταχτά τον νου. Έτσι κι εδώ έχουμε ωραία ποίηση θεμελιωμένη στην ΑΑ.
Αυτή η ποιότητα παράγεται από την παρουσία (όχι σκοτεινότητας αλλά) έλλογης νοηματικής αλληλουχίας την οποία υποβαστάζει σταθερά η Αντικειμενική Αντιστοιχία.
5. Μόνο η ΑΑ διασφαλίζει καλή ποίηση και τη γνήσια, εγκάρδια συμμετοχή του αναγνώστη.
Στην εποχή μας, μάλιστα, οπότε το έλλογο νόημα σπανίζει ή εμφανίζεται σε μορφές εξεζητημένες, περίπλοκες και, συχνά, ασυνάρτητες, που ουσιαστικά το σακατεύουν, και, στην περίπτωση των ποικίλων επιστημών, ειδικευμένες και απρόσιτες για τους πολλούς, είναι απαραίτητο να έχουμε καθαρό νόημα και την καθαρή έκφρασή του. Όλα τα άλλα είναι μπαρούφες ή/και φθηνές δικαιολογίες για έλλειψη ταλέντου, ζωηρής δημιουργικής φαντασίας και όρεξης για εργασία.