1. Επειδή ο Κώστας Καρυωτάκης θεωρείται στους ποιητικούς κύκλους αξιόλογος “ποιητής” ας κοιτάξουμε πάλι μερικούς στίχους του από τα Ελεγεία: Πρώτη Σειρά –
«Οι Αγάπες».
α) Θα’ ρθούν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.
“Αδελφέ” θα μου πουν δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξείδι μας.
Ένα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς κοίτα στα πόδια σου αφήνουμε
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.
…………………………………………….
Αυτό δεν έχει ομοιοκαταληξίες κι έτσι έχει μια ελευθερία επιλογής λέξεων και φράσεων που όμως περιορίζεται κάπως από τον ρυθμό υ υ x υ υ x υ υ x υ υ (ανάπαιστος, που δίνει πένθιμο ρυθμό). Οι αγάπες δεν είναι αφηρημένες: είναι προσωποποιήσεις αλλά και οι γυναίκες/κοπέλες που ο ποιητής αγάπησε ή εκείνες αγάπησαν αυτόν: γράφει για “μάτια” και “ωχρά χέρια”. Τώρα γιατί θα έρθουν όλες (δύο, τρεις, πέντε;) και θα καθίσουν γύρω του είναι μεγάλο μυστήριο. Ακόμα μεγαλύτερο είναι η πτήση των ματιών μέσα στην κάμαρα (γιατί σαν “φοβισμένα σπουργίτια”; τι έκανε και τον φοβούνται;): τα μάτια μπορεί να κοιτούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ή να στριφογυρίζουν στις κόγχες τους, αλλά δεν πετούνε με καμιά έννοια. Οι ματιές ίσως μεταφορικά. Αλλά ούτε τα μάτια ούτε οι ματιές μοιάζουν με σπουργίτια. Μετά, έχουμε το “σύθαμπο”, τα “ωχρά χέρια” και χείλη που “τρέμουν” όλα κλισέ του αρρωστημένου ρομαντισμού της εποχής. Τα δε “θανάσιμα χείλη” που τρέμουν είναι πέρα από κάθε λογική κι αισθητήρια αντίληψη: πως “θανάσιμα”(=θανατηφόρα, αμείλικτα); και γιατί τρέμουν;… Στη δεύτερη στροφή, φεύγουν όλες μάλλον όπως τα δέντρα στη θύελλα και δεν ορίζουν το ταξίδι τους “πια”. Γιατί “πια”; Νωρίτερα δηλαδή μπορούσαν να το ορίζουν;…
Αλλά το τελευταίο δίστιχο είναι το κερασάκι στην τούρτα του νοσηρού ρομαντισμού. Όταν ο ποιητής λέει “κοίτα” (ή βλέπεις, ή θυμάμαι, ή θυμάσαι; και παρόμοια) υπάρχει προσποίηση. Και όντως, κοιτώ μα δεν βλέπω κανένα “δάκρυ” – ούτε την κάμαρα με τις αγάπες στο σύθαμπο! Συλλογιστείτε τώρα: αφήνουν στα πόδια του “δάκρυ”που μαζεύτηκε στα χρόνια, όπως οι υποτελείς αφήνουν δώρα στα πόδια του άρχοντα. Γιατί, γιατί??… Όλα ψευτίζουν.
Φαντασθείτε τώρα τις αγάπες (προσωποποιημένες, να γονατίζουν ίσως και) να αποθέτουν στα πόδια του δάκρυα! Εντελώς απαράδεκτη εικόνα.
2. Ας πάρουμε ακόμα ένα παράδειγμα (πάλι, Ελεγεία Β΄ Σειρά)
Κι εφώναξα στριγκά στην ησυχία/ “Δυστυχία!”
Η φρικτή λέξη με φωτιά στον ουρανόν εγράφη.
Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την κοιτούνε,
επιγραφή την έχουν τα σπίτια κι είναι τάφοι,
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι αλυχτούνε.
Οι άνθρωποι δεν ακούνε;”
Όχι, δεν την ακούνε γιατί απλούστατα δεν υπήρξε τέτοια κραυγή. Πρώτα πρώτα η λέξη “δυστυχία” δεν είναι “φρικτή ” παρά μόνο στην εκτίμηση του ΚΚ. Μετά πώς στην ευχή “εγράφη” στον ουρανό και μάλιστα “με φωτιά”; Από πού ξεπήδησε η φωτιά? Ποιος την έγραψε, ή πως έγινε? Τι υπήρχε (τι υπάρχει;) στον ουρανό που να εκληφθεί ως η λέξη “δυστυχία” γραμμένη με φωτιά? Τίποτα… Αλλά ο ΚΚ συνεχίζει απτόητος να γράψει πως τη δαχτυλοδείχνουν δέντρα (προσωποποίηση εδώ)! Κυπαρίσσια, ναι, μοιάζουν με δάχτυλα, όμως τα πιο πολλά δέντρα δεν έχουν τέτοια εμφάνιση. Ούτως ή άλλως η λέξη δεν υπάρχει στον ουρανό. Εντούτοις και τα αστέρια κοιτούνε (προσωποποίηση κι αυτή) κάτι που δεν υπάρχει.
Όταν διαβάζω πως τα σπίτια την έχουν επιγραφή και είναι τάφοι (μια ακόμη αυθαίρετη επιβολή του στιχοπλόκου) έχω χάσει κάθε υπομονή και συμπάθεια για τον ΚΚ. Νιώθω πως ή μας δουλεύει ή δεν έχει κανένα σίγουρο κριτήριο για, και καμιά στενή επαφή με, την Ποίηση. Κι επειδή δεν πιστεύω το πρώτο, πρέπει να ισχύει το δεύτερο.
3. Η αρχή της Αντικειμενικής Αντιστοιχίας ξεχωρίζει τον καλό ποιητή από τον στιχοπλόκο που θεωρεί εαυτόν και θεωρείται από τον ποιητικό κύκλο “ποιητής”. Με αυτό το κριτήριο ελάχιστοι ποιητές στον κόσμο καταφέρνουν να διακριθούν: οι αρχαίοι τραγωδοί μας, σίγουρα, ο Σαιξπήρος, ο Donne και ο Μίλτων στη Βρετανία, ο Kalidāsa στην αρχαία Ινδία και δυο-τρεις άλλοι. Καλύτερα να πούμε πως ένα ποίημα διακρίνεται. Γιατί υπάρχουν ευτυχώς αρκετά καλά μεμονωμένα ποιήματα. (Ούτε πρέπει να νομισθεί πως όσοι έχουν πάρει το βραβείο Νόμπελ, ή Λένιν, ή ό,τι άλλο, έχουν γράψει καλή Ποίηση.)
Ας κάνουμε έναν πρόσθετο διαχωρισμό. Μπορεί ο επίδοξος ποιητής να έχει αξιόλογες ιδέες ή σκέψεις ή συναισθήματα. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί κριτήριο για καλή Ποίηση. Ο στοχαστής ας διατυπώσει τις ιδέες του κλπ σε πρόζα όπως έχουν κάνει πολλοί συγγραφείς. Η ποίηση έχει τη δική της τέχνη και αυτή έχει πολλές απαιτήσεις. Η ομοιοκαταληξία, ο ρυθμός και το θέμα δεν κάνουν μόνα τους καλή Ποίηση. Χρειάζεται η χρήση των σχημάτων λόγου και κυρίως η μεταφορά. Χρειάζεται και πλούτος και οικονομία. Πάνω από όλα χρειάζεται η Αντικειμενική Αντιστοιχία που εγκαθιστά εμπιστοσύνη στον αναγνώστη και στηρίζει το νόημα.
Τώρα προκύπτει το ερώτημα – Γιατί αναδημοσιεύονται τέτοια γραπτά?… Ένας φίλος με έπεισε να διαβάσω το βιβλίο του καθηγητή Γαραντούδη που είναι μια συλλογή από ποιήματα (και ποιητές) του ύστερου 20ού αιώνα. Ε, λοιπόν, δεν βρήκα ούτε ένα ποίημα άξιο λόγου και τα σχόλια του καθηγητή δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να αναλύσουν και να κρίνουν. Οι ποιητικοί κύκλοι θέλουν και αυτοί να έχουν τη δική τους βιομηχανία.