1. Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμα και καλλιεργημένοι, θέλουν να διαβάζουν ή να ακούνε (σε διαλέξεις ή ομιλίες) για το θέμα που πραγματεύεται ο ποιητής στο ποίημα (ή γενικότερα στην ποίηση) του και όχι αναλύσεις όπως αυτές που έδωσα στα προηγούμενα άρθρα μου. Ελάχιστοι κατανοούν την απλή αλήθεια πως το πραγματικό θέμα βρίσκεται στην ανάλυση.
Πρέπει να καταλάβουμε πως υπάρχουν δύο βασικές απόψεις στο ποίημα. Μία είναι η πρόθεση του ποιητή – ο στοχασμός, η συγκίνηση, το ιδεολόγημα που θέλει να εκφράσει. Η δεύτερη είναι η πραγμάτωση της πρόθεσης στο ολοκληρωμένο (ή κάποτε ημιτελές) ποίημα. Αν ο ποιητής δεν επιτύχει να εκφράσει το θέμα του στο ποίημα, αν δηλαδή δεν πραγματώσει ποιητικά την πρόθεση του, το ποίημα θα είναι κάτω του μέτριου και δεν αξίζει να προσεχτεί.
Ας ερευνήσουμε λίγο αυτές τις απόψεις με μεγαλύτερα αποσπάσματα.
2. Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη•
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο αρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.
Σε προηγούμενο άρθρο, όπου έγραψα σύντομα για την Αντικειμενική Αντιστοιχία, εξετάσαμε λεπτομερώς τον δεύτερο μόνο στίχο και είδαμε την εξαιρετική τέχνη που φαίνεται με το επίθετο “θαμμένο”. Το απόσπασμα τώρα περιγράφει ένα ελληνικό τοπίο (είναι σε νησί όπως δείχνουν καθαρά οι επόμενοι στίχοι). Εκφράζουν όμως και τη διάθεση του ποιητή μέσα από την οποία κοιτά το τοπίο – διάθεση πίκρας, θλίψης, απαισιοδοξίας. Αυτό το συνάγουμε από τα βράχια, τα καμένα“πεύκα” και το “ρημοκλήσι”, το “θαμμένο” και την (κουραστική, ίσως ανιαρή) επαναληπτικότητα του τοπίου που δεν έχει νερά, βλάστηση, ζώα, πουλιά, ανθρώπους. Η τελευταία γραμμή υπονοεί πως τέτοια είναι όλη η χώρα, όλη της η ζωή – “ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό”.
Κι όμως δίνει μια μικρή ελπίδα με το ρήμα “βασιλεύει”. Διότι έχουμε διπλή έννοια: αφενός ο ήλιος “βασιλεύει”, δηλαδή δύει, και αφετέρου ο ουρανός “βασιλεύει” ως βασιλιάς με ανώτατη εξουσία. Έτσι εδώ υπάρχει μια αμυδρή νύξη της Ουράνιας Βασιλείας που βέβαια στηρίζεται από το “ρημοκλήσι” στην πρώτη γραμμή. Όμως, το όλο σκηνικό υποδηλώνει και υπονοεί πως παρά τον βασιλέα ουρανό (που ίσως συμβολίζει και τον θεό του Χριστιανισμού) το τοπίο παραμένει άγονη ερημιά σχεδόν δίχως ζωή και προοπτική.
Ο ποιητής είναι διχασμένος βαθιά μέσα του: θέλει να πιστεύει σε μια ουράνια βασιλεία, αλλά οι εμπειρίες της ζωής (το όλο σκηνικό ξηρασίας και στέρησης με το ξωκλήσι) του λένε πως ή ο Ουρανός έχει δύσει ή μένει αδιάφορος για την ανθρώπινη δυστυχία. Γράφει περίτεχνα, με πολύ υπαινιγμό διαλέγει επιμελώς τις λέξεις και τα σχήματα λόγου και ακολουθεί την Αντικειμενική Αντιστοιχία. Δεν υπάρχει αντίφαση.
3. Ας δούμε τώρα πως γράφει για περίπου το ίδιο θέμα ένας άλλος.
Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από κακή, παλιά συνήθεια;
…
Είναι στον ουρανό μια σιδερένια
μια μεγάλη πυγμή, που δε συντρίβει,
μα τιμωρεί, κι αδιάκοπα πιέζει.
Εδώ παρότι δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία και ο ρυθμός (τονισμένων και ατόνιστων συλλαβών) είναι ακανόνιστος, κάθε γραμμή έχει έντεκα συλλαβές και τέσσερις γραμμές αποτελούν μια στροφή, δίνοντας έτσι μορφή στο όλο κείμενο κι επιβάλλοντας κάποιους περιορισμούς. Αλλά οι περιορισμοί αυτοί ελάχιστα επηρεάζουν την τεχνική του ποιητή. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει διαφορετική φόρμα – μεγαλύτερες γραμμές ή περισσότερες (ή λιγότερες) σε κάθε στροφή.
Μόλις διαβάσουμε “μοίρα τραγική” καταλαβαίνουμε πως ο ποιητής χρησιμοποιεί κλισέ, δηλαδή συχνο-ειπωμένες φράσεις της γλώσσας, αδυνατώντας να βρει δικές του μεταφορές, παρομοιώσεις κλπ. Κι αυτή η αντίληψη επιβεβαιώνεται από την αμέσως επόμενη φράση “κρατάει το νήμα / των άδειων ημερών…”, που είναι κι αυτή κλισέ (“κόπηκε το νήμα της ζωής”). Ούτε μπορεί να βρει κάτι καλύτερο στη θέση των “άδειων” και “κακή, παλιά”. Ουσιαστικά γράφει πρόζα.
Προσέξτε! Οι μέρες δεν είναι «άδειες»! Οι δικές μου μέρες είναι γεμάτες κίνηση, διάβασμα, γράψιμο, συνομιλίες με τη γυναίκα και φίλους μου, ψώνια, το Μουντιάλ κλπ. Και, από αυτά που βλέπω και εικάζω, παρόμοιες είναι και οι μέρες των άλλων. Οπότε ή ο στιχοπλόκος μας είναι τεμπελχανάς και δεν κάνει τίποτα, ή απλώς επιβάλλει αυθαίρετα το επίθετο «άδειες» για τη δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων. Δηλαδή, προσποιείται. Το ίδιο ισχύει με τα πεζά επίθετα «κακή, παλιά». Η φράση «παλιά συνήθεια» παραπέμπει στην αρχαιότητα με τους θεούς και τις τραγωδίες. Δεν πετυχαίνει όμως διότι ενώ μια τραγωδία είχε ζωντανούς χαρακτήρες και συναρπαστική πλοκή εδώ δεν έχουμε τίποτα – μόνο τρεις «κενές» αφηρημένες λέξεις.
Στο δεύτερο μέρος μας δηλώνει πως στον ουρανό υπάρχει μια σιδερένια μεγάλη πυγμή. Κοιτάμε ψηλά μα δεν βλέπουμε πουθενά τίποτα που να μοιάζει με σιδερένια πυγμή! Ούτε καμιά έρευνα μνημονεύει κάτι τέτοιο. Πού το ξέρει, λοιπόν, ο ποιητής μας? Δεν το ξέρει… Εδώ δεν υπάρχει καμιά Αντικειμενική Αντιστοιχία. Ο ποιητής ετσιθελικά επιχειρεί να επιβάλει μια δική του ιδέα και μάλιστα μας βεβαιώνει πως η φανταστική του πυγμή δεν συντρίβει “μα τιμωρεί κι αδιάκοπα πιέζει”.
Όλα αυτά ψευτίζουν. Δεν είναι ποίηση αλά πρόζα κομμένη και ραμμένη σε ποιητική μορφή. Δεν υπάρχει ούτε μια ποιητική έκλαμψη – μόνο η αυθαιρεσία ή ο ετσιθελισμός του “ποιητή”. Είναι προσποίηση, όχι ποίηση!
4. Στο πρώτο απόσπασμα ο ποιητής πραγματώνει την πρόθεση του παρουσιάζοντας ένα τοπίο μόνο, που όμως με κατάλληλα σχήματα λόγου και υπαινιγμούς υποδηλώνει πως υπάρχει δυστυχία και αδικία στον κόσμο κι ο ουρανός δεν νοιάζεται. Πιστεύω πως όντως νιώθει πίκρα κι αμφιβολία και την κατανοώ – παρότι δεν νιώθω έτσι ποτέ. Είναι το ΙΒ από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη.
Το ίδιο επιχειρεί να κάνει και το δεύτερο απόσπασμα. Εδώ όμως έχουμε μια σειρά δηλώσεων σε πεζό λόγο στην πραγματικότητα, όπου οι προτάσεις συμπιέζονται σε στροφές με 4 στίχους και 11 συλλαβές σε κάθε στίχο και προσποιοούνται πως είναι ποιήμα. Δεν τον πιστεύω καθόλου για τίποτα. Κι όταν αλλού λέει πάλι “Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση…” πάλι δεν τον πιστεύω.
Πρόκειται για έναν ρηχό ψευτο-στοχαστή – κι ας γράφουν τόμους και τόμους οι ποιητικοί κύκλοι.
Για τη συλλογή όπου βρίσκεται και το απόσπασμα (το ποίημα ολόκληρο) γράφει μια κριτική πρόσφατη: “Έργο σταθμός για την ιστορία της ελληνικής ποίησης, που αποτυπώνει με εκφραστική λιτότητα και νοηματική πύκνωση την εκφραστική αναζήτηση, την υπαρξιακή αγωνία και την κοινωνική πίεση που βιώνει ο ποιητής”. Πρόκειται για ένα από τα Ελεγεία (Β΄σειρά) του Καρυωτάκη.
Και αυτή η κριτική βρίθει με κλισέ (αποτυπώνει, εκφραστική λιτότητα, υπαρξιακή αγωνία κλπ) όπως η κακή ποίηση που εξετάζει. Δεν προσφέρει ούτε δύο γραμμές ανάλυσης οποιουδήποτε στίχου. Απλώς ξαναλέει με δικά της λόγια αυτά που εκφράζει τόσο άτεχνα ο επίδοξος ποιητής. Άχρηστη!
Οι ποιητικοί κύκλοι ασφαλώς θα ενοχληθούν από τα σχόλιά μου για τον Καρυωτάκη. Αν όμως νομίζουν πως αυτός έχει γράψει ωραία ποιήματα ή έστω στροφές (ή έστω στίχους), ας μου τα στείλουν κι εγώ ευχαρίστως θα τα αναρτήσω με καλά σχόλια!
Θα επανέλθω.