Ελντοράντο

Ελντοράντο

Κώστας Καλλίτσης

Ο πληθωρισμός είχε αρχίσει ανοδικά τινάγματα ήδη από το φθινόπωρο 2021, αρκετούς μήνες πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και επιδεινώθηκε με τον πόλεμο και με την αυστηρή νομισματική πολιτική της Φρανκφούρτης, που αντί να ενισχύσει την προσφορά πολεμούσε ανεμόμυλους – μια υπερβάλλουσα ζήτηση, που απλά δεν υπάρχει.

Σε μια κανονική χώρα θα προσπαθούσαν να περιορίσουν τις εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις και να συγκρατήσουν τη διάχυσή τους στα κανάλια της οικονομίας της, για να αποτρέψουν τη γενικευμένη εκτίναξη των τιμών. Η έγκαιρη αντίδραση θα ήταν ακόμη πιο επιβεβλημένη σε μια «μη κανονική» οικονομία, όπως η ελληνική, όπου ο ανταγωνισμός είναι απελπιστικά ασθενικός, οι πρακτικές καρτέλ συνήθης πρακτική και η παραμικρή εισαγόμενη πίεση αξιοποιείται άμεσα ως το άλλοθι για την εφόρμηση της καθ’ ημάς κερδοσκοπίας. Η κυβέρνηση επαναπαύθηκε σε «καλάθια», οι διαδικασίες ελέγχου έμεναν ανενεργές, οι αρμόδιες υπηρεσίες αποδεκατισμένες.

Το μαχαίρι έφτασε στο κόκαλο, στη χώρα που είναι ουραγός στους μισθούς και πρωταθλήτρια στις τιμές στην Ευρώπη. Τα μέτρα που ανακοίνωσε την περασμένη Τετάρτη ο Κ. Σκρέκας είναι στη σωστή κατεύθυνση. Ορισμένα μάλιστα από αυτά, που τείνουν στην αποκατάσταση της διαφάνειας στις τιμολογήσεις ειδών λαϊκής κατανάλωσης, συζητιούνται εδώ και χρόνια, αλλ’ έμεναν στο συρτάρι –χάρη στις υπέρτερες δυνάμεις της αισχροκέρδειας. Σε μια κανονική αγορά, τέτοια μέτρα θα αποσυμπίεζαν τις τιμές σε εύλογο χρονικό διάστημα 1-2 μηνών. Σε μια όμως αγορά που ‘χει ψιλοεχθρική σχέση με τον ανταγωνισμό, αυτό κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι.

Δείτε τι έγινε με το βρεφικό γάλα: αφαιρέθηκε το μονοπώλιο από τα φαρμακεία και άρχισε να διατίθεται κι από τα σούπερ μάρκετ, για να φτηνύνει. Κι έφτασε να είναι τρεις φορές ακριβότερο απ’ ό,τι στη Σουηδία. Γιατί στην «αγορά των κολλητών», της απουσίας υγιούς ανταγωνισμού, το μεγάλο μέρος εισαγωγικού εμπορίου, μεταποίησης και χονδρεμπορίου, έχουν (κακο)μάθει να δουλεύουν με ποσοστά κέρδους, που ανάλογά τους δεν συναντάς σε άλλη ευρωπαϊκή αγορά, μεγάλη ή μικρή ή μικρότερη από την ελληνική – π.χ. της Κύπρου. Η Ελλάδα ήταν/είναι Ελντοράντο για τις πολυεθνικές, γιατί είναι Ελντοράντο για την κερδοσκοπία γενικά – την ημεδαπή και την αλλοδαπή. Δεν πρόκειται για δευτερεύουσες αδυναμίες του καθ’ ημάς οικονομικού μοντέλου, αλλά για συστατικά στοιχεία του:

(α) Η πάμφθηνη τιμολόγηση της εργασίας (αυτός δεν είναι ο βασικός λόγος που οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν χέρια και, κυρίως, μυαλά;…), τόσο φθηνή ώστε καταλήγει να λειτουργεί ως αντικίνητρο σε αξιόλογες επενδύσεις παραγωγικού εκσυγχρονισμού (είναι, άραγε, τυχαία η μεγάλη και σχεδόν μόνιμη υστέρηση της οικονομίας μας σε παραγωγικές επενδύσεις;…) είναι ένα χαρακτηριστικό του. Δεύτερον, τα εύκολα μεγάλα κέρδη, χωρίς ανάληψη μακροχρόνιων δεσμεύσεων και ρίσκου. Το βρεφικό γάλα, που σε χώρα με μισθούς στο 1/3 του σουηδικού έφτασε να έχει τριπλάσια τιμή από τη Σουηδία, δείχνει –με ακραίο τρόπο– τον κανόνα, όχι την εξαίρεση.

(β) Αν, πάλι, θέλαμε να αλλάξουμε αυτό το μοντέλο, με νέο, με αυξημένη συμμετοχή των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών και, ιδιαίτερα, των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στο ΑΕΠ, αυτό θα προϋπέθετε μετατόπιση κερδοφορίας και κεφαλαίων προς τις επιχειρήσεις που θα παράγουν τα σύγχρονα προϊόντα και υπηρεσίες. Τι θα έπρεπε να κάνουμε; Ισως, όπως κάνουν σε άλλες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, θα έπρεπε το κράτος να δώσει ανάλογη κατεύθυνση με σχεδιασμένα κίνητρα. Αλλά καμία κατεύθυνση δεν έχει τύχη σε ένα αγριεμένο αρχιπέλαγος γενικευμένης κερδοσκοπίας.

Σε ένα τέτοιο μοντέλο, τα αποσπασματικά μέτρα, όσο σωστά κι αν είναι, εύκολα χωνεύονται. Και δεν φαίνεται κάποια πολιτική δύναμη που να θέλει, στα σοβαρά, να σκεφτεί και να δοκιμάσει να το αλλάξει.

Πηγή: Καθημερινή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *