Κώστας Καλλίτσης
Με τι περιθώριο κέρδους δούλεψε η επιχείρησή σας στην τελευταία οικονομική χρήση; Αυτό ήταν ένα από τα ερωτήματα που έθεσε η PwC στους περίπου 4.700 διευθύνοντες συμβούλους μεγάλων εταιρειών σε όλο τον κόσμο, στο πλαίσιο της 27ης παγκόσμιας έρευνας που κάνει κάθε χρόνο με θέμα τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις τους για την οικονομία και για την επιχείρηση που διευθύνουν. Στην έρευνα συμμετείχαν και 78 διευθύνοντες σύμβουλοι ελληνικών εταιρειών. Εχουν ένα ενδιαφέρον οι απαντήσεις τους: Παγκοσμίως, το περιθώριο κέρδους που δήλωσαν ήταν 10,8%, στη δυτική Ευρώπη 11,1%, στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη 10,5% και, ειδικά στην Ελλάδα, 15,8%. Σχεδόν 50% πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Βεβαίως, το δείγμα δεν ήταν αντιπροσωπευτικό, τα περιθώρια μπορεί να μην αντανακλούν με ακρίβεια την πραγματικότητα στις άλλες χώρες ή καθ’ ημάς. Ωστόσο, η έρευνα της PwC έρχεται να αποτυπώσει και ενισχύσει μια εικόνα που συνομολογείται ευρύτερα: ότι στην Ελλάδα είναι υψηλότερα τα περιθώρια κέρδους, γιατί πολλές επιχειρήσεις λειτουργούν σε καθεστώς προστασίας από τον ανταγωνισμό, κι έχουν τη δυνατότητα να δουλεύουν με περιθώρια που δεν συναντάς σε άλλη, και δη ευρωπαϊκή, χώρα. Διότι ο υγιής ανταγωνισμός (αυτός, δηλαδή, που μέσα από επενδύσεις σε εξοπλισμό, γνώση και ανθρώπους αυξάνει την παραγωγικότητα και παράγει καλύτερης ποιότητας προϊόντα με φθηνότερες τιμές) δεν είναι το φόρτε μας.
Είναι ισχνός σε αρκετούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας λένε η Τράπεζα της Ελλάδας με διαδοχικές μελέτες της, το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ – ισχυροί, υπεράνω υποψίας οργανισμοί. Εδώ, λένε, βρίσκεται μια βασική αιτία τόσο για το διαχρονικά υψηλό επίπεδο τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης συγκριτικά με τις τιμές τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όσο και των συγκριτικά υψηλότερων ανατιμήσεων καθ’ ημάς τα τελευταία χρόνια, μετά την ενεργειακή κρίση το 2021 και τον πόλεμο στην Ουκρανία από το 2022. Η κατάσταση επιδεινώνεται σε ορισμένους τομείς, όπου δεν έχουμε απλώς αδύναμο ανταγωνισμό αλλά ισχυρά ιδιωτικά ολιγοπώλια. Ενίοτε, δε, ολιγοπώλια που πρoέκυψαν από τις αποκρατικοποιήσεις, που έγιναν για να… ενισχυθεί ο ανταγωνισμός.
Σε όλο τον δυτικό κόσμο καθιερώθηκε να λέγεται «πληθωρισμός απληστίας», ο πληθωρισμός που προκαλείται από τη δυσανάλογη αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Και το επίκαιρο ερώτημα είναι, εφόσον θέλεις να περιορίσεις ή σταματήσεις τη διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων των λαϊκών στρωμάτων κυρίως, πώς αντιμετωπίζεις αυτόν τον πληθωρισμό; Μπορεί κανείς να διακρίνει δύο τύπους απάντησης. Ενας, με την ενίσχυση δομών ανταγωνισμού, απελευθέρωση των αγορών από εμπόδια εισόδου σε αυτές, αυστηρή ρύθμιση κι έλεγχο στις αγορές βάσης (π.χ., ενέργειας), Επιτροπές Ανταγωνισμού πανίσχυρες, για να είναι σε θέση να αναμετρηθούν με τα χρυσοπληρωμένα επιτελεία νομικών/λογιστών των μεγάλων εταιρειών, προοδευτική νομοθεσία και ενίσχυση καταναλωτικού κινήματος και συνδικάτων. Είναι η προοδευτική απάντηση της μεταρρύθμισης.
Ο άλλος τύπος απάντησης έχει περιορισμένες φιλοδοξίες: Κάνεις ένα ξεσκόνισμα στις αγορές, χωρίς να θίγεις δομές, χωρίς αλλαγές που θα επιφέρουν σταθερά αποτελέσματα, ίσα ίσα για να πετύχεις άμεσες και πρόσκαιρες εντυπώσεις, έως ότου το καράβι περάσει τον κάβο – μετά, όλα επανέρχονται στην προτεραία κατάσταση. Φωνάζεις, για παράδειγμα, εμπορικές επιχειρήσεις, σούπερ μάρκετ, μεταποιητικές μονάδες, τους λες «δεν με ενδιαφέρει τι θα κάνετε, αλλά θέλω να δω μειωμένες τιμές», αφήνετε να νοηθεί ότι σε διαφορετική περίπτωση θα ‘χουν πρόβλημα με το κράτος, προς επίρρωση αποστέλλονται και συνεργεία για ελέγχους απανωτά, και περιμένεις να δρέψεις τους καρπούς του μόχθου σου. Π.χ., να πέσει ο πληθωρισμός έως ότου γράψουν οι δημοσκοπήσεις ποσοστά αποδοχής του κόμματος, που θα αρχίζουν όχι με «2» αλλά με «3». Είναι η συντηρητική απάντηση του κρατισμού.
Πηγή: Καθημερινή