Αθανάσιος Έλλις
Σχεδόν οι πάντες μιλούν για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές σαν αυτό να έλυνε το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Πολλοί τοποθετούν την «πολυπόθητη» εξέλιξη το καλοκαίρι του 2018 με τη λήξη του προγράμματος, ενώ άλλοι, για επικοινωνιακούς κυρίως λόγους, μιλούν για σταδιακή έξοδο ακόμη και εντός του 2017, με το επιχείρημα, όπως υποστηρίζουν, να τελειώσει το συντομότερο η «επιτροπεία».
Ωστόσο, ούτως ή άλλως, η Ελλάδα έχει δεσμευθεί για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, σε βάθος χρόνου, ενώ ανεξαρτήτως μνημονίων, η χώρα μας, όπως και οι υπόλοιπες της Ευρωζώνης, είναι αναγκασμένη να κινείται εντός του περιοριστικού πλαισίου του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που δεν επιτρέπει συνολικό έλλειμμα άνω του 3%.
Η έξοδος, λοιπόν, στις αγορές όχι μόνο δεν θα μας σώσει, και υπό αυτή την έννοια δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, αλλά έχει ένα τεράστιο μειονέκτημα που αφορά την ουσία, όχι την αίσθηση που θα διαμορφωθεί για την εικόνα της χώρας. Και αυτή δεν είναι άλλη από την άντληση κεφαλαίων με υψηλότερο επιτόκιο –άνω του 5%– που θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τα δημοσιονομικά περιθώρια.
Συγκριτικά, πέρυσι, το μέσο επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας ήταν 1,9%, ενώ η Πορτογαλία, η οποία έχει βγει από το δικό της μνημόνιο και χρηματοδοτείται πλέον από τις αγορές, δανείσθηκε με 3,5%. Παρά το τεράστιο χρέος, αλλά και την αβεβαιότητα για το μέλλον, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δανείζεται με χαμηλότερο επιτόκιο σε σύγκριση με τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών που τη χρηματοδοτούν.
Η παραμονή σε δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) με χαμηλά επιτόκια ει δυνατόν σταθερά, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, είναι ό,τι καλύτερο, ή τέλος πάντων το δεύτερο καλύτερο μετά το «κούρεμα» του χρέους, που όμως δεν θα γίνει, προς το παρόν τουλάχιστον. Υπό το ίδιο πρίσμα, ένας λογικός στόχος είναι η εξαγορά από τον ESM του υπολοίπου του δανείου του ΔΝΤ (περίπου 13 δισ.) ώστε να απολαμβάνουμε πιο χαμηλά επιτόκια και σε αυτό το μικρό τμήμα του συνολικού χρέους. Μια τέτοια κίνηση δεν θα μας σώσει, αλλά θα βελτιώσει έστω και λίγο το βάρος εξυπηρέτησης, όπως και την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
Ο στρατηγικός στόχος δεν πρέπει να είναι η έξοδος στις αγορές, αλλά η αποκατάσταση της αξιοπιστίας. Εάν αυτό προϋποθέτει και επιτυχή προσφυγή στις αγορές για μικρά ποσά –από τη στιγμή που οι αγορές είναι διατεθειμένες να χρηματοδοτήσουν μέρος των δανειακών αναγκών μιας χώρας που βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού, εκπέμπουν το μήνυμα ότι επιστρέφει στην κανονικότητα– φυσικά να γίνει. Αλλά στον συνολικό σχεδιασμό δεν συμφέρει ο δανεισμός με τα πολύ υψηλότερα επιτόκια των αγορών συγκριτικά με αυτά του ESM. Αντιθέτως, στόχος μας θα έπρεπε να είναι η διασφάλιση των χαμηλότερων επιτοκίων και, άρα, το μικρότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Το σημαντικό για τους επενδυτές είναι να πείσουμε ότι μεταρρυθμίσαμε το κράτος και εκσυγχρονίσαμε την οικονομία.
Οσο, δε, για την «απελευθέρωση» από τον έλεγχο των ξένων, δεν ξέρω πόσο τη θέλουμε και πώς την εννοούν αυτοί που τη χρησιμοποιούν ως επιχείρημα. Ακόμη και αν, με κάποιο μαγικό τρόπο, την εξασφαλίζαμε πραγματικά, θα διολισθαίναμε στις κακές συνήθειες του παρελθόντος, που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία.
Η πραγματικότητα είναι πως η χώρα θα παραμείνει για πολλά χρόνια υπό επιτροπεία, εποπτεία, επιτήρηση ή όπως αλλιώς τη χαρακτηρίσει κάποιος. Το «αφήγημα» για έξοδο στις αγορές είναι πρωτίστως μια ψηφοθηρικού χαρακτήρα προσπάθεια, που αποσκοπεί στην προβολή προσώπων και κομμάτων και όχι στη βελτίωση των δεδομένων και στην καλύτερη διαχείριση του χρέους προς όφελος της οικονομίας.
Πηγή: Καθημερινή