Άγγελος Στάγκος
Στην Ελλάδα των θαυμάτων, ο δημόσιος υπάλληλος εξακολουθεί να είναι προνομιούχος εργαζόμενος. Μπορεί το κράτος να χρεοκόπησε, αλλά τη «νύφη την πλήρωσε», και συνεχίζει να την πληρώνει, ο δύσμοιρος ιδιωτικός τομέας. Τα στοιχεία της έρευνας του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ είναι αποκαλυπτικά και σε συνδυασμό με τα επίσημα στοιχεία που ανέφερε στο άρθρο του στην «Καθημερινή» στις 5 Μαρτίου ο Ανδρέας Δρυμιώτης, αποδεικνύουν περίτρανα το προνομιούχο καθεστώς του απασχολουμένου στον δημόσιο τομέα σε σύγκριση με την κατάσταση του εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το Δημόσιο ήταν πάντοτε ο περιούσιος τομέας των ελληνικών κυβερνήσεων. Ιδιαίτερα η σημερινή κυβέρνηση Συρανέλ κάνει ό,τι μπορεί για να κρατάει σχετικά «ευτυχισμένους» τους δημόσιους υπαλλήλους μέσα στην κρίση, για λόγους πελατειακής πολιτικής. Και ας τάσσεται το 62,4% των πολιτών υπέρ του μικρότερου κράτους, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της διαΝΕΟσις, που δημοσιεύτηκε πάλι στην «Καθημερινή» της 5ης Μαρτίου.
Κατά την έρευνα της ΓΣΕΕ, το 51,6% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 800 ευρώ και το 68,9% κάτω από 1.000. Τα αντίστοιχα ποσοστά στον δημόσιο τομέα είναι μόλις 11% και 34,6%. Αρα, με πάνω από 1.000 ευρώ καθαρά τον μήνα αμείβεται το 31,1% των ιδιωτικών υπαλλήλων, σε σύγκριση με το 65,4% των υπαλλήλων του Δημοσίου.
Από την πλευρά του, ο Ανδρ. Δρυμιώτης επισημαίνει ότι η μέση ετήσια αμοιβή των δημοσίων υπαλλήλων το 2013 ήταν 19.686 ευρώ, το 2014 ανέβηκε στις 19.809, το 2015 έφτασε στις 20.208, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε στη Βουλή ο Γ. Χουλιαράκης και αφορούν το σύνολο των υπαλλήλων που απασχολήθηκαν ανά έτος στην κεντρική κυβέρνηση, σε ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, καθώς και στους ΟΤΑ Α΄ και Β΄ βαθμού (όλοι αυτοί περιλαμβάνονται στο μισθολογικό κόστος που υπολογίζει η Ενιαία Αρχή Πληρωμών). Από την ανάλυση, μάλιστα, του Ανδρ. Δρυμιώτη προέκυπτε σαφώς ότι στην πραγματικότητα τη διετία 2015 – 16 ο αριθμός των υπαλλήλων του Δημοσίου ουσιαστικά αυξήθηκε επειδή η κυβέρνηση Συρανέλ διόριζε «από πόρτες και παράθυρα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος πως ο δημόσιος τομέας πρέπει να πληρώνει καλά τους υπαλλήλους του για να προσελκύει τους καλύτερους, όπως και ότι η μονιμότητα είναι απαραίτητη σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία κυριαρχεί η πελατειακή λογική τόσο στην πολιτική τάξη όσο και στην κοινωνία. Το πρώτο επιχείρημα θα ευσταθούσε αν υπήρχε πραγματική αξιολόγηση στις προσλήψεις, αλλά και στη διάρκεια της διαδρομής ενός υπαλλήλου του Δημοσίου. Αυτά δεν ισχύουν βέβαια, και γι’ αυτό δεν παρατηρείται κάποια βελτίωση στις επιδόσεις του δημόσιου τομέα. Ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός και η νοοτροπία που ανθεί στο Δημόσιο φροντίζουν ώστε οι πάντες να είναι «άριστοι», «απαραίτητοι», «αμετακίνητοι» και πάντα με απαιτήσεις, συχνότατα δε παράλογες. Η μονιμότητα βεβαίως είναι ένα θέμα και υπάρχει φόβος ότι, όπως έχουν τα πράγματα, η άρση της μπορεί να δημιουργήσει νέα τεράστια προβλήματα.
Λειτουργούν πάντως και άλλες παράμετροι που συνεισφέρουν σημαντικά στην ελκυστικότητα του Δημοσίου, πέρα από τα μισθολογικά, τη μονιμότητα και την εξασφαλισμένη εξέλιξη, αφού όλοι οι υπάλληλοί του είναι «άριστοι», «απαραίτητοι» και «αμετακίνητοι». Μπορούν με άνεση να απέχουν από την εργασία τους, να αργούν, να φεύγουν πριν από την ώρα τους, να έχουν περισσότερες αργίες, να «τσικνίζουν» την Τσικνοπέμπτη στα γραφεία τους, το ωράριό τους να είναι μειωμένο τη γιορτή της… γυναίκας, να απεργούν όποτε θέλουν και να πληρώνονται, να επιβάλλουν τα «όχι» τους στον εργοδότη.
Ολα αυτά και άλλα πολλά δημιουργούν κλίμα εργασιακού παραδείσου, τηρουμένων των αναλογιών. Παιδιά ενός κατώτερου θεού, λοιπόν, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.
Πηγή: Καθημερινή