Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Οι εξουσίες ενθαρρύνουν τη λήθη. Εχουν συμφέρον να βλέπουμε το παρόν αποσπασματικά, αποσυνδεδεμένο από μοτίβα του παρελθόντος. Οσο πιο στενός ο ορίζοντας κατανόησης ενός προβλήματος τόσο πιο πιθανό είναι αυτό να ορισθεί με όρους επικαιρικούς, τους οποίους προνομιακά ελέγχει μια εξουσία. Και αντιθέτως: όσο πιο ευρύς ο ορίζοντας κατανόησης τόσο πιο απαιτητικά είναι τα κριτήρια λογοδοσίας όσων ασκούν έλλογη εξουσία.
Πριν από ένα χρόνο ψηφίστηκε στη Βουλή ο νόμος 4009/2011 για τα ΑΕΙ. Ο νόμος ήταν ρηξικέλευθος για τα ελλαδικά δεδομένα, αφού ανέτρεπε το υφιστάμενο «λαϊκοδημοκρατικό» μοντέλο διοίκησης. Ηταν, επιπλέον, η πρώτη φορά που ένας νόμος για τα ΑΕΙ συνάντησε τόσο μεγάλη συναίνεση (ψηφίστηκε από το 85% των βουλευτών). Η τότε υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου δήλωσε αισιόδοξα ότι «το πιο σημαντικό σημείο της συναίνεσης που επετεύχθη είναι ότι ο νόμος δεν θα ανατραπεί τουλάχιστον για τα επόμενα 20 χρόνια»!
Πόσο έξω έπεσε! Ενα χρόνο αργότερα, ο νόμος ξεδοντιάστηκε. Τα δύο κόμματα (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.) που κυρίως ψήφισαν τον νόμο 4009 το 2011 ήταν αυτά που αναίρεσαν τις πιο καινοτόμες διατάξεις του σήμερα. Η καιροσκοπική συμπεριφορά τους μας επιτρέπει να δούμε, για μία ακόμη φορά, τις σοβαρές στρεβλώσεις του πολιτικού συστήματος, οι οποίες ακυρώνουν ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις.
Πρώτον, δεν διαθέτουμε κόμματα εξουσίας με συνεκτικό πρόγραμμα και αρχές. Μια μεταρρύθμιση είναι, συνήθως, το αγαπημένο πρότζεκτ ενός εμπνευσμένου υπουργού, αλλά δεν καθίσταται μέρος του προγραμματικού λόγου του κόμματός του. Σε μια διαφορετική πολιτική συγκυρία, με έναν άλλο υπουργό, οι αλλαγές εύκολα ανατρέπονται.
Δεύτερον, με εξαίρεση την πάντοτε πρόθυμη υπηρέτηση του κοινού κομματικού συμφέροντος, οι διακομματικές συναινέσεις τείνουν να είναι καιροσκοπικές, όχι προγραμματικές. Το 2011, ο Σαμαράς, έχοντας υιοθετήσει εμπρηστική αντιμνημονιακή ρητορική, ήθελε συγχρόνως να εμφανιστεί «υπεύθυνος» πρωθυπουργός εν αναμονή. Η μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων ήταν ένας χώρος που μπορούσε ανώδυνα να παράσχει τη συναίνεσή του. Κανένα όμως από τα δύο κόμματα δεν πίστευε βαθιά στην αλλαγή.
Τρίτον, σπανίζουν οι πολιτικοί με ισχυρή βούληση και αρχές. Πλεονάζουν οι ισορροπιστές πολιτικάντηδες-διαχειριστές. Ο νέος υπουργός Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος υποστήριξε πέρυσι τον νέο νόμο και διαβεβαίωνε για την εφαρμογή του. Σήμερα τον υπονομεύει. Γιατί; Ο ίδιος επικαλείται την ύπαρξη «δυσλειτουργιών», οι οποίες έκαναν τον νόμο «ανεφάρμοστο». Ο υφυπουργός του, ο κ. Παπαθεοδώρου, ανέφερε ότι «λείπουν τα εργαλεία για να λειτουργήσει» ο νόμος!
Προσέξτε πώς μιλάνε: σαν να περιγράφουν ένα φυσικό φαινόμενο! Υιοθετούν μια ηθικοπολιτικά ουδέτερη διαχειριστική ρητορική για να αποκρύψουν το μείζον: ο νόμος 4009 δεν εφαρμόστηκε διότι οι αρμόδιες πρυτανικές αρχές αρνήθηκαν την εφαρμογή του, υποβοηθούμενες από μειονότητες τραμπούκων οι οποίες βιαίως απέτρεψαν τη σύσταση των προβλεπόμενων οργάνων. Ο νόμος δεν ήταν εγγενώς «ανεφάρμοστος». Κατέστη ανεφάρμοστος σε ένα περιβάλλον ανομίας, το οποίο όχι μόνον ανέχθηκαν αλλά, με τη ρητορική τους και την αδράνειά τους (τουλάχιστον…), τροφοδότησαν οι περισσότερες πρυτανικές αρχές. Ο πρύτανης του ΑΠΘ Γ. Μυλόπουλος το είπε απροσχημάτιστα πέρυσι: Ο νέος νόμος «δεν θα εφαρμοστεί ποτέ σε δημόσια πανεπιστήμια». Τα κατάφερε…
Τέταρτον, η εσπευσμένη αναθεώρηση του νόμου 4009/2011 για να «έχουμε ανοιχτά πανεπιστήμια τον Σεπτέμβριο» (Αρβανιτόπουλος) δείχνει όχι μόνο ότι το ύψος των προσδοκιών του υπουργού είναι ευθέως ανάλογο του πολιτικού του αναστήματος, αλλά κάτι μονιμότερο: η στρατηγική για την αντιμετώπιση των φαινομένων ανομίας στα ΑΕΙ (και όχι μόνον), τα τελευταία 30 χρόνια, παραμένει η ίδια: ο κατευνασμός. Οι αρμόδιες Αρχές διαπραγματεύονται την τήρηση της νομιμότητας με τους αρνητές της! Για να αποτρέψουν δυσμενέστερες εξελίξεις, υποχωρούν. Αποτέλεσμα; Ο κατευνασμός ενθαρρύνει την πεποίθηση των αντιπάλων της νομιμότητας ότι οι «κανόνες» είναι διαπραγματεύσιμοι. Κατά συνέπεια, αυτοί αποθρασύνονται, κλιμακώνοντας τη διεκδικητικότητά τους. Ο φαύλος κύκλος της ανομίας διαιωνίζεται, οι θεσμοί απαξιώνονται.
Το κυρίαρχο «λαϊκοδημοκρατικό» μοντέλο διοίκησης έχει καταστήσει το αυτοαναφερόμενο ελλαδικό πανεπιστήμιο ένα περιβάλλον υψηλής εντροπίας – ένα ξέφραγο αμπέλι. Αυτή η κατάσταση ευνοεί τα διαπλεκόμενα ιδιοτελή συμφέροντα. Επιτρέπει λ.χ. σε συγκλήτους να κάνουν παράνομες αυτο-εξυπηρετικές μετεγγραφές φοιτητών, σε κλίκες να διορίζουν καθηγητές τους «κολλητούς» τους ή τους συγγενείς τους, σε (συνήθως ακαδημαϊκά ασήμαντους) «καθηγητές» να χρησιμοποιούν το πανεπιστήμιο σαν εφαλτήριο για πολιτική, επιχειρηματική ή κρατικοδιοικητική σταδιοδρομία. Διαβάζουμε, πριν από λίγες μέρες, στο «Βήμα» (5/8/2012): Ο μέχρι πρότινος γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών κ. Πλασκοβίτης δεν επέστρεψε στο πανεπιστήμιό του, αλλά διορίστηκε στο Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος – «με 12.000 ευρώ τον μήνα», σημειώνει δηκτικά η εφημερίδα. Με αγωνία μαθαίνουμε, επίσης, ότι ο πρώην υπουργός κ. Παμπούκης «απέχει πλήρως της πολιτικής και έχει αφοσιωθεί εκ νέου στο δικηγορικό γραφείο του, ενώ αναμένεται η πλήρης επιστροφή του στη Νομική Αθηνών» (ο.π.). Αναμφίβολα έχει σωστή αίσθηση προτεραιοτήτων!
Αντιλαμβάνεστε γιατί τα ιδιοτελή συμφέροντα δεν θα μπορούσαν να συναινέσουν σε ένα μοντέλο διοίκησης που βάζει τάξη στα πανεπιστήμια; Αντιλαμβάνεστε πόση δύναμη χρειάζονται όσοι επιμένουν να τιμούν την καθηγητική ιδιότητα ερευνώντας και διδάσκοντας, σε ένα περιβάλλον ασυδοσίας, λαθρεπιβασίας, στρεβλών κινήτρων, με μισθούς πείνας; Τι μήνυμα παίρνουν άραγε όταν ένας αρνητής του νόμου γίνεται υφυπουργός Παιδείας; Με τι κουράγιο να συνεχίσουν;
* Ο Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
Πηγή: Καθημερινή