Του Στελιου Xιωτακη*
Μέσα στο κλίμα της κρίσης και της ύφεσης χρειαζόμαστε, επειγόντως, επενδύσεις για τη δημιουργία επιχειρήσεων και νέων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, σήμερα ακούσαμε τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης να «προειδοποιεί» υποψήφιους επενδυτές αποκρατικοποιήσιμων επιχειρήσεων ότι θα χάσουν τα λεφτά τους! Θα ήταν χρήσιμο, το ρητορικό αυτό ατόπημα να γίνει αφορμή για ουσιαστική πολιτική συζήτηση, αν στην κρίση που ζούμε χρειαζόμαστε «κρατικοδίαιτες» συντεχνίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Οσοι είναι εναντίον των αποκρατικοποιήσεων πιστεύουν ότι η οικονομία της αγοράς αποτελεί ένα «αναγκαίο κακό» και επομένως ανέχονται μάλλον οριακά τις ιδιωτικές επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους. Δαιμονοποιούν την επιχειρηματικότητα, χωρίς να διαφοροποιούν το θεσμικά οριοθετημένο επιχειρηματικό κέρδος από το ληστρικό και απάνθρωπο υπερκέρδος. Ο πρώτοι που έκαναν την απλούστευση αυτή ανήκαν σε θρησκευτικά ιερατεία: ήσαν εναντίον του δανεισμού με τόκο και εναντίον της επιχειρηματικότητας που στόχευε στο κέρδος, επειδή πίστευαν ότι η κερδοφορία πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις συναλλαγές με τους ξένους, όχι όμως με τα μέλη της δικής τους κοινότητας. Τα τελευταία όφειλαν να έχουν «αδελφικές» σχέσεις μεταξύ τους σύμφωνα με την αρχή, «δεν δανείζουμε στον αδελφό μας με τόκο, ούτε κερδίζουμε από τις συναλλαγές μαζί του».
Οσοι δαιμονοποιούν το επιχειρηματικό κέρδος σήμερα συνεχίζουν κατά ένα τρόπο τις υποκριτικές πρακτικές των θρησκευτικών ιερατείων, απλώς σε μιαν εκκοσμικευμένη και ιδεολογικοποιημένη εκδοχή. Ετσι επικεντρώνονται μόνο στη μοιρασιά και την ανακατανομή του εθνικού προϊόντος, όχι όμως στην παραγωγή του. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της ελληνικής κρίσης.
Αν κινηθούμε στο έδαφος της πραγματικότητας, ανεξάρτητα από αριστερά ή δεξιά δόγματα, τότε διαπιστώνουμε ότι τα αθέμιτα υπερκέρδη γίνονται στην Ελλάδα λιγότερο από παραγωγικές επιχειρήσεις, αυτές καθαυτές και πολύ περισσότερο από τα πλέγματα μεγαλοεπιχειρηματικών-χρηματιστικών κέντρων με την κρατική νομενκλατούρα και τις ΔΕΚΟ.
Παρά τις εξαιρέσεις, το κέρδος των θεσμικά οριοθετημένων επιχειρήσεων, που αγωνίζονται για να κρατηθούν στην ελεύθερη αγορά, μπορεί να χαρακτηριστεί ως κοινωνικά λειτουργικό και χρήσιμο, εφόσον δημιουργείται σύμφωνα με διαφανείς διαδικασίες και προδιαγραφές. Επειδή ο Μαρξ γνώριζε πολύ καλά την ομηρεία της κοινωνίας από τα συντεχνιακά μονοπώλια, γι’ αυτό αναγνώριζε ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός ελευθέρωσε την παραγωγή από τα δεσμά των συντεχνιών και αποτελεί την πιο επαναστατική δύναμη στην Ιστορία. Οι συντεχνίες απαγόρευαν τη δημιουργία επιχειρήσεων από όσους δεν ήσαν μέλη τους, θεωρούσαν τις τεχνολογικές και άλλες καινοτομίες ως «αθέμιτο ανταγωνισμό» και καθόριζαν τις τιμές των προϊόντων στο πλαίσιο του κλειστού καρτέλ. Με εξαίρεση την Ελλάδα, τα δεινά των συντεχνιών τείνουν να εξουδετερωθούν στην Ευρώπη από τις επιχειρήσεις οι οποίες είναι ενώσεις κεφαλαίων, όχι προσώπων.
Το κακό με τις ΔΕΚΟ είναι ότι συγκεντρώνουν τα αρνητικά της συντεχνίας με αυτά της κρατικοδίαιτης αυθαιρεσίας. Ας υποθέσουμε ότι δημιουργείται μια πολύ καλή ΔΕΚΟ από καινοτόμους και υπεύθυνους πολιτικούς και κρατικούς λειτουργούς. Πολύ γρήγορα οι εμπνευσμένοι καινοτόμοι αντικαθίστανται από (ή μετατρέπονται οι ίδιοι σε) αδιάφορους γραφειοκράτες. Εφόσον δεν υπάρχει η ελεύθερη αγορά που τιμωρεί τη σπατάλη και την κλεψιά, μόλις αλλάξει ο υπουργός ή η κυβέρνηση, οι αποτελεσματικοί λειτουργοί θα αντικατασταθούν από ευπειθείς «υπαλλήλους» και οσφυοκάμπτες.
Οι κρατικοδίαιτες συντεχνίες απέδειξαν ότι δεν διαθέτουν τις βασικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για να προκόψει μια επιχείρηση. Δεν έχουν συνέχεια και δεν λειτουργούν με επίκεντρο την αποτελεσματική οργάνωση-διαχείριση, αλλά φροντίζουν για προνόμια, ρουσφέτια και διορισμούς ημετέρων. Αυτές οι πρακτικές δημιούργησαν, κυρίως, την κρίση στην Ελλάδα, κάνοντάς την να μοιάζει όχι με ευρωπαϊκή, αλλά με τριτοκοσμική χώρα.
Η πολιτική πρέπει να σταθμίζει τους σκοπούς με τα μέσα που διαθέτει, χωρίς να εκτρέπεται σε κενές ηθικολογίες, δογματικές αγκυλώσεις και ρητορικά ευφυολογήματα. Αυτό επιβάλλεται, ιδιαίτερα στις κρίσιμες ώρες που περνάμε σήμερα, όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά και την αντιπολίτευση.
* Ο κ. Στέλιος Χιωτάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κρήτης.
Πηγή: Καθημερινή