Ψ4.2: Το “Φαινόμενο Dunning-Kruger”…

Ψ4.2: Το “Φαινόμενο Dunning-Kruger”…

Αναδημοσιεύουμε αυτό το άρθρο με πολλές ευχαριστίες από την πηγή που εμφανίζεται στο τέλος.

Το “Φαινόμενο Dunning-Kruger” είναι μια γνωστική προκατάληψη κατά την οποία, σχετικά ανειδίκευτα, άτομα υποφέρουν από απατηλή ανωτερότητα, αξιολογώντας λανθασμένα την ικανότητά τους ως πολύ υψηλότερη από ό,τι πραγματικά είναι.

Οι Dunning και Kruger απέδωσαν αυτή την προκατάληψη σε μια μεταγνωστική αδυναμία των ανειδίκευτων να αναγνωρίσουν τη δική τους ανεπάρκεια και να αξιολογούν με ακρίβεια την ικανότητά τους. Η έρευνά τους προτείνει, επίσης, ότι τα άτομα υψηλής ειδίκευσης μπορεί να υποτιμούν τη δική τους σχετική ικανότητα και, εσφαλμένα, να υποθέτουν ότι τα καθήκοντα τα οποία είναι εύκολα για αυτούς είναι επίσης εύκολα για τους άλλους.

Το πρωινό της 19/4/1995, στο Pittsburgh των ΗΠΑ, ο 44χρονος McArthur Wheeler ετοιμαζόταν να ληστέψει δύο τράπεζες. Δεν σκόπευε να φορέσει μάσκα, αλλά είχε σχέδιο για να μην τον αναγνωρίσουν: είχε καλύψει το πρόσωπό του με χυμό λεμονιού.

Ήξερε ότι ο χυμός λεμονιού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αόρατη μελάνη, η οποία γίνεται ορατή όταν θερμανθεί (ωραία πονηριά για κυνήγι θησαυρού). Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι θα έκανε το πρόσωπό του αόρατο. Για να βεβαιωθεί ότι το κόλπο θα δουλέψει, πριν ξεκινήσει για την πρώτη τράπεζα, φωτογράφησε τον εαυτό του με μια Polaroid. Η φωτογραφία βγήκε λευκή και, έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος είναι λειτουργική.

Ξεκίνησε λοιπόν για την πρώτη τράπεζα, ενώ προσπαθούσε να καταλάβει γιατί κανείς άλλος δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ίσως οι άλλοι ληστές δεν έβλεπαν κατασκοπευτικές ταινίες, ίσως δεν είχαν κάποιον θείο να τους δείξει το κόλπο με την αόρατη μελάνη, ίσως… ποιός ξέρει; Αφού ολοκλήρωσε με επιτυχία τις ληστείες, επέστρεψε στο σπίτι του, καθάρισε τον χυμό λεμονιού κι έγινε πάλι ορατός.

Λίγες ώρες μετά, η αστυνομία δημοσιοποίησε βίντεο από τις κάμερες ασφαλείας, ο Wheeler αναγνωρίστηκε αμέσως και το ίδιο βράδυ οι αστυνομικοί έφτασαν στην πόρτα του. Όταν τους είδε είπε “μα, φορούσα το χυμό!” Κατά την ανάκριση ήταν δύσπιστος στο ότι το πρόσωπό του ήταν ορατό στις κάμερες (μάλλον του έλεγαν ψέματα για να του αποσπάσουν ομολογία. Κι αν έλεγαν αλήθεια ; … ίσως ο ήλιος να ζέστανε το χυμό και να έγινε ορατός – μπορεί το πρόσωπό του να ήταν αρκετά ζεστό – μήπως ίδρωσε και ο χυμός να ξεπλύθηκε – ή οι κάμερες να ήταν πιο εξελιγμένες από την Polaroid του).

Εξετάστηκε αιματολογικά και ψυχιατρικά. Δεν είχε πάρει ψυχοτρόπες ουσίες, δεν είχε παραισθήσεις και δεν έπασχε από κάποια ψυχιατρική διαταραχή – απλά, έκανε λάθος. Η κατανόησή του για το πώς λειτουργούν ο χυμός λεμονιού και οι κάμερες ήταν τόσο πολύ εσφαλμένη.

Δύο Κοινωνικοί Ψυχολόγοι, οι David Dunning και Justin Kruger (καθηγητής και μεταπτυχιακός φοιτητής, αντίστοιχα, στο Cornell University) που έμαθαν την είδηση λίγο καιρό αργότερα, μόλις συνήλθαν από τα γέλια, αποφάσισαν να ψάξουν το θέμα σε βάθος. Είχαν υπ’ όψιν τους κι άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ανθρώπων που ήταν βέβαιοι για πράγματα για τα οποία δε γνώριζαν, ουσιαστικά, τίποτα. Από πού αντλούσαν αυτήν την αυτοπεποίθηση;

Έκαναν, λοιπόν, μια έρευνα – σε ποιόν άλλον; – σε προπτυχιακούς φοιτητές ψυχολογίας. Τους ζήτησαν να συμπληρώσουν tests γραμματικής, λογικής και… humor. Επιπλέον, τους ζήτησαν να εκτιμήσουν τη βαθμολογία τους, όπως και το πώς τα πήγαν σε σύγκριση με τους υπολοίπους. Το αποτέλεσμα: οι φοιτητές με τις χαμηλότερες βαθμολογίες υπερεκτίμησαν τους εαυτούς τους, τοποθετώντας τους πάνω από το μέσο όρο. Όσοι είχαν μέσες, επίσης υπερεκτίμησαν τους εαυτούς τους, αλλά λιγότερο. Οι μαθητές με τις υψηλότερες βαθμολογίες υποτίμησαν ελαφρώς τους εαυτούς τους!

Η έρευνα δημοσιεύθηκε με τίτλο “Unskilled and Unaware of It: How Difficulties in Recognizing One’s Own Incompetence Lead to Inflated Self-Assessments“. Η περίληψή της, σε ελεύθερη μετάφραση, έχει ως εξής:

Οι άνθρωποι τείνουν να υπερεκτιμούν τις ικανότητές τους σε πολλούς κοινωνικούς και νοητικούς τομείς. Οι συγγραφείς προτείνουν ότι αυτή η υπερεκτίμηση συμβαίνει, μερικώς, επειδή οι άνθρωποι που έχουν περιορισμένες ικανότητες σε αυτά τα πεδία αντιμετωπίζουν μια διπλή δυσκολία: όχι μόνο διατυπώνουν εσφαλμένα συμπεράσματα και κάνουν λάθος επιλογές, αλλά αυτές οι περιορισμένες ικανότητες τους στερούν τη μεταγνωσιακή ικανότητα να το συνειδητοποιήσουν. Σε τέσσερεις μελέτες, οι συγγραφείς βρήκαν ότι οι συμμετέχοντες στο χαμηλότερο τεταρτημόριο βαθμολογιών στα tests υπερεκτίμησαν δεόντως τις επιδόσεις τους και τις ικανότητές τους. Παρ’ όλο που αυτές βρίσκονταν στο 12% της υψηλότερης βαθμολογίας, εκείνοι εκτίμησαν ότι βρίσκονται στο 62%. Αρκετές αναλύσεις συνέδεσαν αυτή την λανθασμένη εκτίμηση σε ελλείψεις στη μεταγνωσιακή ικανότητα ή στην ικανότητα διάκρισης μεταξύ σωστής και λανθασμένης απάντησης. Παραδόξως, η βελτίωση των ικανοτήτων των συμμετεχόντων και η συνακόλουθη βελτίωση της μεταγνωσιακής τους ικανότητας, τους βοήθησε να αναγνωρίσουν τα όρια των ικανοτήτων τους.

Το φαινόμενο έκτοτε έγινε γνωστό ως φαινόμενο Dunning-Kruger και αποτελεί μια γνωστική (ή κατ’ άλλους γνωσιακή) προκατάληψη. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι αρχάριοι σε κάποιον τομέα, συχνά υπερεκτιμούν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους, επειδή δεν έχουν τη συναίσθηση του πόσο λίγα γνωρίζουν και πόσα ακόμα έχουν να μάθουν (χρειάζεται κάποιος να γνωρίζει γραμματική για να καταλάβει ένα γραμματικό σφάλμα και να εκτιμήσει τη σοβαρότητά του).

Από την άλλη, οι “προχωρημένοι” ή “ειδικοί” σε έναν τομέα, συχνά υποτιμούν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους ή πιστεύουν ότι και οι άλλοι γύρω τους βρίσκονται σε παρόμοιο επίπεδο. Αυτό συμβαίνει επειδή όσο περισσότερα μαθαίνουν για ένα θέμα τόσο συνειδητοποιούν πόσο περίπλοκο είναι, πόσα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και πόσα πολλά έχουν ακόμα να μάθουν.

Σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τη δημοσίευση της έρευνας των Dunning και Kruger, αρκεί μια περιήγηση στα κοινωνικά δίκτυα για να βρούμε ομάδες ανθρώπων, με ελάχιστες έως μηδενικές γνώσεις γύρω από ένα θέμα, να βγάζουν με ακλόνητη πεποίθηση συμπεράσματα με τα οποία γελά όποιος γνωρίζει τα βασικά. Εκεί που μας κόβεται το γέλιο, είναι όταν άνθρωποι με ελλιπή κατανόηση των πιο θεμελιωδών εννοιών και αρχών των φυσικών επιστημών ή/και των μαθηματικών, υπερασπίζονται θέσεις ψευδοεπιστημών, αδυνατώντας πλήρως να καταλάβουν το γιατί αυτό που υποστηρίζουν δεν βγάζει νόημα (βλ. αντιεμβολιαστές, επιπεδιστές, οπαδοί της αστρολογίας, μάρτυρες ψεκασμών κ.ά.). Η σιγουριά τους είναι τεράστια, όπως και η άγνοιά τους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, απλά κάνουν λάθος…

Πηγή: Dimitris Balatsouras Facebook Page

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *