1. Εδώ και πολλές δεκαετίες γίνεται λόγος για την “αγορά εργασίας”. Η φράση έχει περάσει στην καθομιλουμένη, τουλάχιστον της δημοσιογραφίας, κι έχει γίνει κοινός όρος σε συζητήσεις που άπτονται της οικονομίας.
Πώς έχει προκύψει αυτή η “αγορά”;
Στην αρχαιότητα, η αγορά ήταν ο τόπος όπου κάποιοι “αγόρευαν”, δηλαδή μιλούσαν σε κάποιο ακροατήριο για διάφορα θέματα – θρησκευτικά, κοινωνικά, οικονομικά, κλπ. Σήμερα ‘αγορά’ σημαίνει “τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες”. Μπορεί να είναι ένα συγκεκριμένο μέρος όπου πωλούνται και αγοράζονται λαχανικά, μπαχαρικά, κρέατα, ψάρια, ρούχα, έπιπλα και παρόμοια αγαθά. Ή μπορεί να πρόκειται για ένα ευρύτερο πεδίο όπου γίνονται διεθνικές συναλλαγές, όπως αυτές των εθνικών νομισμάτων, ομολόγων, πετρελαίου, χρυσού, μετάλλων, σιτηρών και παρόμοια.
Στην αρχαιότητα, στην αγορά οι άνθρωποι αντάλλασσαν ιδέες και πληροφορίες· σήμερα ανταλλάσσουν χρήματα και αγαθά.
“Αγορά εργασίας” αναφέρεται στο απλό και κοινό φαινόμενο όπου οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, προσφέρουν προς πώληση – μίσθωση για την ακρίβεια – την εργασία τους. Πιο απλά, οι άνθρωποι ψάχνουν για δουλειά. Ή, στην άλλη πλευρά της “αγοράς”, εργοδότες ψάχνουν για εργάτες, υπαλλήλους ή βοηθούς, επί αμοιβή.
Στην πραγματικότητα, η αγορά εργασίας σήμερα είναι αντίστοιχο με το σκλαβοπάζαρο της αρχαιότητα σε κάπως καλύτερη εκδοχή.
2. Σε κάθε αγορά, κάθε ανταλλαγή, όπως είδαμε σε προηγούμενες δημοσιεύσεις, υπάρχουν 4 αξίες ή εκτιμήσεις: δύο στο νου του ενός συναλλασσόμενου και δύο στον νου του δεύτερου, αντιστρόφως ανάλογες. Το ίδιο ισχύει για μια αγοραπωλησία. Η εσωτερική αυτή διεργασία δεν φαίνεται.
Πάω να αγοράσω ρύζι. Η τιμή στο ράφι του καταστήματος ή στον πάγκο του πωλητή στη λαϊκή, €2, δεν είναι παρά μια προσφορά ή πρόσκληση. Στο σουπερμάρκετ συνήθως δεν γίνονται παζαρέματα, γίνονται όμως σε λαϊκές. Όπως και αν έχει, στο νου του πωλητή το ρύζι έχει μικρότερη αξία και τα €2 μεγαλύτερη. Στον δικό μου νου το ρύζι έχει μεγαλύτερη αξία και τα €2 μικρότερη. Έτσι εγώ δίνω τα €2 και ο πωλητής το ρύζι. Και οι δύο παίρνουμε αυτό που εκτιμάμε περισσότερο.
Αλλά πόση αξία έχει η εργασία ενός ανθρώπου; Πώς αποτιμάται;
3. Σχεδόν όλος ο κόσμος παίρνει την “αγορά εργασίας” ως δεδομένο φαινόμενο στην κοινωνία, παρότι ο όρος αυτός είναι σχετικά πρόσφατος. Εδώ και δεκαετίες οι νέοι έρχονται σε αυτή την αγορά με κάποια εκπαίδευση, κάποια πρακτική πείρα, ή με πτυχίο Πανεπιστημίου, ακόμα και μεταπτυχιακό τίτλο, ψάχνοντας για εργασία. Σήμερα η πλειονότητά τους αντιμετωπίζει το φάσμα της ανεργίας λόγω της μεγάλης οικονομικής ύφεσης (2010 – 15).
Αλλά πώς δημιουργήθηκε αυτή η αγορά; Αυτό το θέμα οι διάφοροι αναλυτές δεν το εξετάζουν καθόλου. Το παίρνουν ως δεδομένο φυσικο φαινόμενο, σαν να υπήρχε πάντα αγορά εργασίας, από καταβολής κόσμου.
Πάντοτε υπήρχαν εργάτες και υπάλληλοι κάθε είδους. Στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα υπήρχαν οι κολίγοι και δουλοπάροικοι, μάζες ανθρώπων κατώτερης τάξης που ανήκαν στα φέουδα των αρχόντων: έμεναν δεμένοι στη συγκεκριμένη γη δίχως ελευθερία μετακίνησης.
Δουλοπάροικοι υπήρχαν στη Ρωσία μέχρι την επανάσταση του 1917. Αλλά και αργότερα, μετά την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού, εκτός από τους αξιωματούχους του κόμματος, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν ελεύθερα, κυρίως οι εργάτες στις αγροτικές κολλεκτίβες.
Η δουλεία απαγορεύθηκε στην Αγγλία με απόφοση του του λόρδου δικαστή Μάνσφιλντ στα μισά του 18ου αιώνα και καταργήθηκε οριστικά στη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1833 και στις ΗΠΑ το 1866 μετά τον εμφύλιο. Μέχρι τότε υπήρχαν σκλαβοπάζαρα όπου οι άνθρωποι (συνήθως μη-λευκοί) αγοράζονταν για να δουλεύουν σε κτήματα και φυτείες. Όπου, και για όσο ίσχυε το καθεστώς της δουλείας, η ζωή των δούλων ανήκε στον ιδιοκτήτη τους. Σήμερα η δουλεία εγκαθιδρύθηκε στο Ισλαμικό Κράτος στη Μέση Ανατολή – μια αισχρότητα, μια φρίκη, για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο.
Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε τότε κατά της κατάργησης της δουλείας ήταν πως οι ιδιοκτήτες είχαν επενδύσει τα χρήματά τους στους δούλους και δεν ήταν δίκαιο να ζημιωθούν.
4. Η “αγορά εργασίας” εμφανίσθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αλλά τότε δεν είχε αυτή την ονομασία· αυτή εμφανίσθηκε 100 χρόνια αργότερα. Ήταν τότε απόρροια των ιδιωτικοποιήσεων ή “περικλείσεων” της γης.
Τι ήταν αυτές οι περικλείσεις; Ήταν νόμιμη αρπαγή γαιών.
Στη Βρετανία, όπου το φαινόμενο φάνηκε πιο καθαρά, οι περικλείσεις είχαν αρχίσει από τα μισά του 18ου αιώνα ως σχεδιασμένη πολιτική (αν και είχαν γίνει και νωρίτερα μα σποραδικά), με το σκεπτικό, όπως λεγόταν, πως οι κτηματίες χρειάζονταν μεγαλύτερες εκτάσεις για αποτελεσματικότερη παραγωγή με νέες μεθόδους καλλιέργειας και κτηνοτροφίας. Ήταν η Αγροτική Επανάσταση. Έτσι οι γαιοκτήμονες, τιτλούχοι στην πλειοψηφία τους, προσαρτούσαν νέα εδάφη στα κτήματα τους συχνά με αυθαιρεσία. Αλλά οι περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις έγιναν νόμιμα με ιδιωτικά νομοσχέδια που ψηφίζονταν στη Βουλή των Κοινοτήτων και μετά επικυρώνονταν από τη Βουλή των Λόρδων. Μέχρι το 1810 ψηφίστηκαν 956 τέτοια νομοσχέδια. Στην περίοδο 1811-1820 ψηφίστηκαν 771. Όμως υπήρχαν και πολλές παράνομες προσαρτήσεις αγριότοπων και κοινοτικών εδαφών ή άλλων εκτάσεων με αμφισβητούμενους τίτλους κατοχής.
Με αυτόν τον τρόπο τότε όμως εκδιώχθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες μικροϊδιοκτητών – με τον ανάλγητο αυτόν σχεδιασμό μιας άρχουσας τάξης που έπρεπε να προστατεύει όλους αυτούς τους αδύναμους και απλοϊκούς πολίτες του Βασιλείου. Αυτοί τώρα οι εκδιωγμένοι και στερημένοι έγιναν η πρώτη αγορά εργασίας.
Εδώ ας σταματήσω για την ώρα. Θα επανέλθω σύντομα.