1. Οι άνθρωποι έχουν δύο απόψεις για το χρέος. Είναι πολλοί που απηχούν τη συμβουλή που δίνει ο Πολώνιος στον γιο του Λαέρτιο στο δράμα του Σέξπηρ, Άμλετ “Μήτε δανειστής μήτε δανειζόμενος να’ σαι!” κι απεχθάνονται κάθε ιδέα χρέους. Είναι πολλοί άλλοι επίσης που θεληματικά ζουν από ένα χρέος σε άλλο ζωή χαρισάμενη και δεν τους καίγεται καρφί – άσωτοι, έκλυτοι, σπάταλοι.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική, ως συνήθως, και μάλλον απρόσμενη.
Όλοι, χωρίς εξαίρεση, είμαστε καταχρεωμένοι αλλά δεν το ξέρουμε, δεν το συνειδητοποιούμε. Ούτε υπάρχει κάτι μεμπτό σε αυτό, εκτός του ότι δεν το γνωρίζουμε. Είναι μια διευθέτηση της Φύσης.
Πριν από έξι χιλιάδες χρόνια επινοήθηκε ο τροχός, ο οποίος βελτιώθηκε στα μισά της δεύτερης χιλιετίας ΠΚΧ (=προ της κοινής χρονολογίας = πΧ) και την ίδια προϊστορική εποχή εξημερώθηκε ο ίππος. Γύρω στο 1800 της ΚΧ ο Στήβενσον εφηύρε την ατμομηχανή, που χρησιμοποιήθηκε σε εργοστάσια, σιδηρόδρομους και πλοία. Την ίδια εποχή περίπου ο ηλεκτρισμός άρχισε να μπαίνει σε εφαρμογή ενώ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε το πετρέλαιο, το οποίο σύντομα μπήκε σε χρήση και λίγο αργότερα ο Έντισον εφηύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα. Τροχός, ατμομηχανή, ηλεκτρισμός, πετρέλαιο – αυτά είναι μερικά από τα αμέτρητα πράγματα που παίρνουμε ως δεδομένα σήμερα – πράγματα που χρωστούμε στην εργασία προγενέστερων ανθρώπων.
Είμαστε πολύ περήφανοι για τα επιτεύγματα των επιστημών και της τεχνολογίας μας και των χρηματοπιστωτικών κι εμπορικών συναλλαγών μας από τη μια στην άλλη άκρη του κόσμου. Ναι, αλλά πού θα βρισκόμασταν σήμερα, αν κανείς δεν είχε γράψει το βιβλίο Liber Abaci ‘Βιβλίο Υπολογισμού’ (1202), αφού είχε μελετήσει εξονυχιστικά την “Ινδική μέθοδο των μαθηματικών” που ήταν η μέθοδος των Αράβων εξαπλωμένη στη Βόρειο Αφρική μέχρι την Κόρδοβα της Ισπανίας;… Ο συγγραφέας ήταν ο Fibonacci, γιος ενός Ιταλού από την Πίζα που όμως εργαζόταν ως τελώνης στην Bejaia στο Αλγέρι. Αυτός έδωσε στην Ευρώπη το σύστημα αριθμών 1,2,3 κλπ και τους δεκαδικούς καταργώντας το βαρύ, δυσκίνητο σύστημα της Ρώμης Ι,ΙΙ, ΙΙΙ κλπ (ή το Ελληνικό α, β, γ κλπ), καθώς και την περίφημη σειρά 0,1,1,2,3,5,8,13 κλπ όπου κάθε αριθμός είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων (=το χρυσό μέσο, ή η χρυσή τομή, 1,618 όπως στην ανάπτυξη της φτέρας ή του κοχυλιού), τη λογιστική για εμπόριο και νομισματικές συναλλαγές κλπ κλπ. Ο Fibonacci πήρε τις γνώσεις του από τους Άραβες και αυτοί, πριν από πολλούς αιώνες, από τους Ινδούς. Ποιος Ινδός και πότε επινόησε το δεκαδικό σύστημα μας είναι άγνωστο.
Ποιος Ινδός στις κοιλάδες των ποταμών Ινδού και Σαράσβατι ή Μεσοποτάμιος ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Εφράτη επινόησε το σύστημα γραφής πριν από περίπου 5000 χρόνια;
Ποιοι επινόησαν τον τροχό και την ιστιοπλοΐα; Ποιοι εξημέρωσαν τον ίππο, και τα άλλα ζώα; Ποιοι ανακάλυψαν και καλλιέργησαν το κριθάρι, το ρύζι και το μπαμπάκι;
Τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων ξεχνάμε αλαζονικά τη συνεισφορά των αρχαίων γενεών και κομπάζουμε ακατάπαυστα για την πρόοδό μας αγνοώντας τη ρύπανση του αέρα, των υδάτων και της γης που προκαλούμε και που αντεκδικείται κοντεύοντας να μας πνίξει.
Είμαστε νάνοι κουρνιασμένοι στους ώμους γιγάντων. Και αν βλέπουμε περισσότερα και μακρύτερα από εκείνους, αυτό δεν οφείλεται στο ότι η δική μας όραση είναι οξύτερη ή το ανάστημά μας μεγαλύτερο, αλλά στο ότι εκείνοι μας σηκώνουν και μας κρατούν ψηλά.
Με αυτά τα λόγια ο γνωστικός Βερνάρδος, ηγούμενος της μονής Chartres στη Γαλλία, στον 12ο αιώνα αναγνώρισε το χρέος του στους παλαιούς σοφούς. (σ 286, The awakening of Europe, του Ph. Wolff, Λονδίνο 1968. Ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν από τη διδασκαλία του Βερνάρδου.)
Όλοι χρωστάμε στις παλιότερες γενεές.
2. Τα χρηματικά χρέη είναι δευτερεύοντα, αλλά, επειδή έχουμε αγκυροβολήσει στην οικονομία της υλικής πραγματικότητας, αυτά συνεπαίρνουν και ταράζουν τον νου μας και βαραίνουν στην καρδιά μας.
Αλλά και αυτά, αν ιδωθούν ορθά, είναι φυσικά και απαραίτητα φαινόμενα, εφόσον υπάρχει διάθεση για αποπλήρωμή τους με προϊόντα έντιμης εργασίας.
Ένας νέος θέλει να γίνει ξυλουργός. Μετά από κάποια εκπαίδευση σε Τεχνικό Ινστιτούτο, μπορεί να βρει εργασία ως ξυλουργός σε μια μεγάλη εταιρία που φτιάχνει έπιπλα ή στο επισκευαστικό τμήμα ενός μεγάλου ξενοδοχείου ή ενός ομίλου επιχειρήσεων κλπ. ‘Η μπορεί να ανοίξει μια δική του μικρή επιχείρηση επισκευάζοντας ή φτιάχνοντας έπιπλα (τραπέζια, ντουλάπια, καναπέδες, πέργκολες κλπ) σε ένα μαγαζί σε μια γειτονιά της πόλης. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται μισθωτός. Στη δεύτερη;
Για να ξεκινήσει μια δική του επιχείρηση πρέπει να έχει δικά του χρήματα (κεφάλαιο κίνησης) ή να δανειστεί από γνωστούς ή μια τράπεζα. Πρέπει να καλύψει τα έξοδα παραγωγής ή συντήρησης του εαυτού του από το σημείο μηδέν όπου αρχίζει μέχρι να εισπράξει χρήματα από τα πρώτα προϊόντα της εργασίας του (επισκευές ή παραγγελίες επίπλων).
Εκτός από τη συντήρηση του εαυτού του, θα πρέπει να μισθώσει ή να αγοράσει ένα μαγαζί. Θα πρέπει να προμηθευθεί πάγκους κι διάφορα εργαλεία όπως σφυριά, σκαρπέλα, πριόνια, τόρνους κλπ. Επίσης πρώτες ύλες όπως καρφιά, κόλλες και διάφορα είδη ξυλείας. Τέλος θα χρειάζεται την παροχή νερού κι ενέργειας στη μορφή ηλεκτρισμού.
Θα πρέπει λοιπόν να δανειστεί χρήματα είτε από συγγενείς και φίλους είτε από μια τράπεζα. Η λειτουργία της τράπεζας είναι κυρίως να δέχεται καταθέσεις έναντι πληρωμής τόκου ας πούμε 2% τον χρόνο (που είναι χρέη της τράπεζας προς καταθέτες) και να παρέχει δάνεια έναντι πληρωμής μεγαλύτερου τόκου, ας πούμε 3,5% τον χρόνο. Το χρήμα είναι κι αυτό ένα προϊόν που αγοράζεται και πουλιέται. Για να δώσει δάνειο η τράπεζα συχνά απαιτεί και κάποια εγγύηση από τον δανειολήπτη, αν αυτός έχει ακίνητη περιουσία, ή από κάποιον τρίτο που έχει ακίνητη περιουσία και θα λειτουργήσει ως εγγυητής.
Έτσι γίνονται τα πράγματα κι έτσι έχουμε συνηθίσει.
3. Το δάνειο γεφυρώνει την αρχική περίοδο από την έκδηλη απόφαση να ξεκινήσει μια επιχείρηση μέχρι την είσπραξη χρημάτων από την πώληση των πρώτων προϊόντων της παραγωγής. Όλη αυτή την περίοδο ο επιχειρηματίας δεν έχει κανένα εισόδημα από την εργασία του. Αυτή είναι η λειτουργία της τραπεζικής δανειοδότησης.
Αλλά σε ιδανικές συνθήκες δεν θα χρειαζόταν κανένα δάνειο. Ο νέο ξυλουργός θα είχε πίστωση από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού και τους προμηθευτές συνέργων, πρώτων υλών και ηλεκτρισμού. Η τράπεζα ή ο δανειστής είναι το έκδηλο υλικό όργανο μέσω του οποίου χορηγείται η πίστωση. Κι επειδή στις τωρινές συνθήκες ζωής υπάρχουν ρίσκα, απληστία και απάτες, η πίστωση δίνεται με κάποιο αντίτιμο (=τόκο) κι όσο λιγότερη εντιμότητα και αξιοπιστία επικρατεί τόσο μεγαλύτερο το αντίτιμο.
Τελικά είτε σε ιδανικές είτε σε υπάρχουσες συνθήκες, εκείνο που μετρά είναι η εργασία και παραγωγή. Εφόσον ο ξυλουργός ή ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας εργάζεται και παράγει, μπορεί να καλύψει την πίστωση αποπληρώνοντας τα χρέη του με τα προϊόντα της παραγωγής του.
4. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη μεγάλη κλίμακα της Ανθρωπότητας. Αν εμείς εργαστούμε συνετά κι έντιμα και συνεισφέρουμε ασφάλεια, ευημερία και πρόοδο στην επόμενη γενεά, τότε ίσως ξεπληρώνουμε το χρέος μας προς τις προηγούμενες γενεές που μας κληροδότησαν τόσο πλούτο.
Το κάνουμε αυτό; Ή φροντίζουμε κυρίως για τη δική μας καλοπέραση κι αφήνουμε αυξημένα χρέη και στο υλικό και στο νοητικό επίπεδο για την επερχόμενη γενιά;
Μάλλον το δεύτερο.
5. Το ίδιο κάνουν και οι σύγχρονες κυβερνήσεις με τον δικό τους ξεδιάντροπο τρόπο. Τα μέλη τους δεν αρκούνται στην επιδίωξη του δικού τους προσωπικού πλουτισμού με την προώθηση των προνομίων και συμφερόντων τους. Για να εξασφαλίσουν την παραμονή ή επανεκλογή τους στην εξουσία, δημιουργούν θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, τις οποίες βαπτίζουν “οργανικές” ή “θεσμικές” ή ό,τι άλλο, ενώ πρόκειται για εντελώς άχρηστες και αντιπαραγωγικές επινοήσεις και διορίζουν αβέρτα τους ψηφοφόρους-πελάτες τους με πλούσιες απολαβές (και μονιμότητα). Συνέπεια αυτής της πρακτικής είναι η διόγκωση των κρατικών δαπανών και της γραφειοκρατίας, η οποία λειτουργεί τώρα ως τροχοπέδη στην αποδοτικότητα του Ιδιωτικού Τομέα. Επιπλέον, αναδύεται όλο και πιο αναίσχυντα η διαφθορά καθώς οι ίδιοι οι κυβερνήτες και οι προστατευόμενοί τους στις δημόσιες υπηρεσίες απαιτούν να χρηματίζονται για να προωθούν μέσα από τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους της γραφειοκρατικής εξουσίας τις υποθέσεις των πολιτών, νόμιμες και παράνομες.
Από κάθε άποψη οι χειρότερες κυβερνήσεις, είναι, όπως διαπιστώσαμε από την ιστορία του 20ου αιώνα, οι κομμουνιστικές• μετά, οι φασιστικές, που τουλάχιστον αποδέχονται κάποια θρησκεία και την ηθική της και σε κάποιο βαθμό οι καταπιέσεις και οι αδικίες τους περιορίζονται – παρότι και οι θρησκείες κάποτε είναι καταπιεστικές. Οι καλύτερες είναι οι καπιταλιστικές που στην πράξη έχουν γίνει πλέον σοσιαλδημοκρατικές καθώς συνίστανται σε μίγματα ελεύθερης οικονομίας και σοσιαλισμού με ορισμένες κρατικοποιημένες παραγωγικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες πρόνοιας.
Αλλά όλες, με σπανιότατες εξαιρέσεις, ξοδεύουν περισσότερα σε μισθούς, παροχές, άχρηστους οργανισμούς και υπηρεσίες κλπ από όσα εισπράττουν – τουλάχιστον από ό,τι βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι δημιουργούν χρέη καθώς δανείζονται για να αντεπεξέλθουν σε όλες αυτές τις υποχρεώσεις. Αυτό δεν θα πείραζε αν υπήρχε παραγωγή που να αντιστάθμιζε αυτές τις υποχρεώσεις, αν δηλαδή ο Ιδιωτικός Τομέας αύξανε την παραγωγή του έτσι που να αυξηθεί και η φοροδοτική του ικανότητα για να καλυφθούν τα χρέη του κράτους. Αλλά γιατί θα πρέπει οι επιχειρηματίες να εργάζονται και να επενδύουν περισσότερο έτσι που ένα διεφθαρμένο, σπάταλο κράτος να απομυζά σε φόρους τον πλούτο που αυτοί παράγουν για να χρηματοδοτεί τους κηφήνες του Δημοσίου; Αυτό τώρα φαίνεται απαράδεκτα παράλογο Έτσι, ο Ιδιωτικός Τομέας ή δεν παράγει περισσότερα, ή φοροδιαφεύγει (ή και τα δυο) – με την ευλογία των κρατικών αξιωματούχων που βάζουν στον προσωπικό τους λογαριασμό τα ποσά που θα έπρεπε να μπουν στο Δημόσιο Ταμείο.
6. Υπάρχει ακόμα μια άποψη: το εμπορικό ισοζύγιο πληρωμών.
Όχι πάντα, αλλά συνήθως οι υπερχρεωμένες χώρες έχουν αρνητικό ισοζύγιο. Με άλλα λόγια, εισάγουν περισσότερα από ό,τι εξάγουν. Αυτό επίσης δεν πειράζει, εφόσον οι απολαβές είναι σε υψηλό επίπεδο και οι πολίτες μπορούν να καταναλώνουν αγοράζοντας συνεχώς. Αν όμως το χρήμα που κυκλοφορεί προέρχεται από κρατικές παροχές που προέρχονται από δάνεια, τότε η κατάσταση ενέχει τεράστιους κινδύνους και κάποια ώρα η οικονομία θα καταρρεύσει, αν δεν παρθούν μέτρα λιτότητας και εξυγίανσης.
Αυτό έγινε μεγαλειωδώς στην Ελλάδα μας με τη Μεταπολίτευση και την μετάβαση στην πολλά υποσχόμενη, όμως απατηλή, “δημοκρατία”.
7. Τα κρατικά χρέη δημιουργούνται με ομόλογα (ας πούμε αξίας € 10.000), διετή, πενταετή, δεκαετή κλπ. Αυτά διατίθενται προς πώληση με την υπόσχεση πληρωμής ενός επιτοκίου πάνω από τον τρέχοντα πληθωρισμό: αν δηλαδή ο πληθωρισμός (η αύξηση στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών) είναι στο 3% ετησίως, τα ομόλογα θα έχουν επιτόκια από 4% και πάνω ανάλογα με την φερεγγυότητα του κράτους. Λόγω των συνθηκών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη δεκαετία 1997-2007, το χρήμα ήταν σχετικά φθηνό: τα μέλη της ΕΕ μπορούσαν να δανείζονται μεγάλα κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με χαμηλά επιτόκια. Όταν η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της Ευρωζώνης και υιοθέτησε πια το κοινό Ευρώ (1/1/01), δανειζόταν με επιτόκια χαμηλότερα του πληθωρισμού της. Αλλά ούτε αυτά τα ποσά ούτε οι πλούσιες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις της έφθαναν και αναγκαζόταν να καταφεύγει στην έκδοση ομολόγων προσφέροντας υψηλότερους τόκους.
Πού χρωστά ένα κράτος; Από πού δανείζεται; Ποιοί αγοράζουν τα ομόλογα; Τι είναι αυτές οι περιβόητες “αγορές”;
Συχνά το κράτος δανείζεται από την (Εθνική) Κεντρική Τράπεζα ή από άλλες τράπεζες. Μπορεί επίσης, αν είναι πραγματικά ανεξάρτητο και αυτόβουλο κράτος, όπως ήταν η Ελλάδα πριν εισέλθει στην Ευρωζώνη, να τυπώνει δικό του χρήμα κατά βούληση. Αυτή η πρακτική προκαλεί πληθωρισμό και αύξηση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων καθώς η συναλλαγματική αξία του νομίσματος πέφτει. Όσο περισσότερο χρήμα τυπώνεται τόσο περισσότερο πέφτει η αξία του. Αν η χώρα είναι αυτάρκης από κάθε άποψη, με πλούσιους φυσικούς πόρους (μέταλλα, πετρέλαιο κλπ), με ανεπτυγμένη γεωργία-κτηνοτροφία και προηγμένη βιομηχανία (οχήματα, φάρμακα, χημικά κλπ), τότε ζει ζωή χαρισάμενη. Αν όχι, τότε αντί να πλουτίζει, φτωχαίνει καθώς τα εισαγόμενα ακριβαίνουν.
Αλλιώς, συνήθως, το κράτος εκδίδει ομόλογα που αγοράζονται από τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οίκους. Τα πρώτα ομολογιακά δάνεια έγιναν στην Φλωρεντία τον 14ο αιώνα: η signoria, η κυβέρνηση, μάζευε λεφτά (prestanze) από εύπορους πολίτες και τους έδινε “αποζημίωση” (danu emergens) αφού ο δανεισμός με τόκο απαγορευόταν από την Εκκλησία. Σήμερα έχουν τα ομόλογα ένα επιτόκιο, όπως είπαμε, το οποίο πληρώνεται ετησίως και την ημερομηνία λήξης (μετά από δύο, πέντε ή δέκα έτη) πρέπει να αγοραστούν πίσω κι έτσι να εξοφληθούν από το κράτος που τα εξέδωσε.
Συχνά, το δανειζόμενο κράτος εξυπηρετεί τα δάνειά του (στη λήξη των ομολόγων) με νέα δάνεια (=νέα ομόλογα, χρέη), αφού στις πλείστες περιπτώσεις δεν υπάρχει αύξηση παραγωγής, ή η αύξηση είναι πολύ μικρή για να αντισταθμίσει τα δάνεια. Οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, που ενδιαφέρονται κυρίως για γρήγορα και ασφαλή κέρδη, συνεχίζουν να εμπορεύονται ομόλογα (=δάνεια, χρέη) εφόσον το δανειζόμενο κράτος διατηρεί κάποια αξιοπιστία: εφόσον δηλαδή πληρώνει τόκους και αποπληρώνει τα δάνεια στην λήξη των ομολόγων. Όταν όμως αυτές οι “αγορές” διαβλέψουν πως το κράτος έχει πάρει μεγάλα δάνεια και αδυνατεί να τα εξοφλήσει, τότε ανεβάζουν το κόστος των δανείων όλο και πιο πολύ. (Αυτό έγινε με την Ελλάδα και γίνεται τώρα, καλοκαίρι 2012, με την Ιταλία και την Ισπανία).
8. Οι αγορές αυτές, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, λειτουργούν ως φρένο στις ασωτίες των κυβερνήσεων. Ανέχονται τις σπατάλες τους και τις βοηθούν με έντοκα δάνεια, αλλά μόνο μέχρι ενός ορίου. Αν το κράτος δεν δείξει αυτοσυγκράτηση στις δαπάνες του, αν δεν εξυγιάνει τα δημοσιονομικά του περικόπτοντας τα έξοδά του με την επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας, τότε θα πτωχεύσει και οι αγορές δεν θα το βοηθήσουν.
Οι “αγορές” μπορεί να είναι τοκογλυφικές επιχειρήσεις αλλά δεν έφταιξαν σε τίποτα. Δεν μπορούμε να κατηγορούμε καρχαρίες ή τίγρεις για σκληρότητα επειδή σπαράζουν τα θύματά τους. Τέτοια είναι η φύση τους.
Μπορεί και οι αγορές να φαίνονται άσπλαχνες και αισχροκερδείς, αλλά στην πραγματικότητα στις επικρατούσες συνθήκες (με ανελεύθερη γη και απουσία Γεωφορολόγησης (Φορολογική Μεταρρύθμιση Α, Β, Γ & Προσάρτημα), είναι φύλακες άγγελοι των δανειζόμενων κρατών. Διότι έτσι, καθώς ανεβάζουν το κόστος δανείων, προειδοποιούν τα κράτη να πάρουν εξυγιαντικά μέτρα κάνοντας μεταρρυθμίσεις.
Οι αγορές προειδοποίησαν επανειλημμένα την Ελληνική κυβέρνηση το 2009, Ιανουάριο και Οκτώβριο (όπως είχαν προειδοποιήσει με συστάσεις κι εκθέσεις και την κυβέρνηση του Κωστάκη), αλλά οι Πασόκοι κώφευαν ακούγοντας μόνο το δικό τους σύνθημα “Λεφτά υπάρχουν”.
9. Οι μάζες τρέφουν εχθρότητα – όχι εντελώς αδικαιολόγητα – κατά των “αγορών” για τις οποίες δεν γνωρίζουν ούτε τα πιο στοιχειώδη πράγματα. Τρέφουν την όποια εχθρότητα και προς τις τράπεζες, όχι διότι τις συνδέουν με τις αγορές, αλλά διότι τις θεωρούν όργανα του καπιταλισμού και της πλουτοκρατίας που εκμεταλλεύονται τον λαό. Κι εδώ δεν έχουν άδικο.
Οι τράπεζες έχουν πάψει προ πολλού να εκτελούν το λειτούργημά τους, όχι διότι άλλαξαν ξαφνικά προς το χειρότερο, αλλά διότι η διάβρωση της εντιμότητας πέρασε και στους τραπεζίτες, που τώρα πια θέλουν μεγάλους τζίρους, νέα ευέλικτα προϊόντα και μεγαλύτερα κέρδη. Όλοι θυμόμαστε πόσο συχνά μας τηλεφωνούσαν οι τράπεζες πριν το 2008 για να μας δώσουν κάρτες και δάνεια.
Σε καλές εποχές, οι τράπεζες αποκομίζουν τεράστια κέρδη, τα οποία μοιράζονται στους μετόχους ή επενδύονται – μερικώς – σε νέα προϊόντα κι επεκτάσεις. Είναι όμως εξοργιστικό, εκ πρώτης όψεως και κυρίως για τους αμαθείς αναρχοαριστερούς, όταν σε κακές εποχές έχουν μεγάλες ζημίες και οι κυβερνήσεις σπεύδουν να τις διασώσουν με ανακεφαλαιοποιήσεις από τα χρήματα των φορολογουμένων.
Ναι, κανονικά θα έπρεπε να αφεθούν στην τύχη τους και οι αδύναμες να βουλιάξουν ενώ οι πιο ισχυρές να επιπλεύσουν. Όμως δύο στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Πρώτον, η χρεοκοπία τραπεζών σημαίνει απώλεια καταθέσεων για πολλούς (μικρο-μεσαίους) καταθέτες που έτσι χάνουν τις οικονομίες τους. Δεύτερον, και ισχυρές τράπεζες μπορεί κάλλιστα να βουλιάξουν συμπαρασύροντας πιο αδύναμες καθώς κι άλλες εμπορικές η βιομηχανικές εταιρίες. Αν μάλιστα το τραπεζικό σύστημα ολόκληρο τιναχτεί στον αέρα, τότε η σύνολη οικονομία θα καταρρεύσει και θα περάσει καιρός προτού ανασυγκροτηθεί με μεγάλες ενέσεις ρευστού χρήματος και την ανασυγκρότηση των τραπεζών.
Ας μην ξεχνάμε πως είναι η πίστωση (η πίστη και εμπιστοσύνη) που ουσιαστικά κάνει εφικτή την παραγωγή και τις συναλλαγές και, όπως είδαμε στα §§ 2 και 3, το τραπεζικό σύστημα είναι το εκδηλωμένο υλικό σύνεργο της πίστωσης.
Η άλλη παράμετρος που αναφέρεται σε κάθε ευκαιρία από γλυκανάλατους σοσιαλιστές και ανεγκέφαλους αναρχοσταλινικούς είναι η κρατικοποίηση των τραπεζών. Νομίζουν όλοι αυτοί, κυρίως οι τσαρλατάνοι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α πως οι ίδιοι, ενώ δεν έχουν την παραμικρή γνώση για τη λειτουργία των τραπεζών, θα μπορούν να τις διοικούν καλύτερα για το συμφέρον του λαού. Στην πραγματικότητα το μόνο που θα κάνουν είναι κομματικές καταχρήσεις, όπως στις πρώην χώρες “του υπαρκτού σοσιαλισμού”, για να πλουτίζουν οι ίδιοι και να καταστρέψουν τον οικονομικό οργανισμό της Πολιτείας.
Αυτό που χρειάζονται οι τράπεζες είναι οξυδέρκεια κι έντιμους τραπεζίτες, ανεξάρτητους από κάθε κρατική επίδραση, και στα ύψιστα κλιμάκια και στη διεύθυνση των (υπο-)καταστημάτων.
Σε ιδανικές συνθήκες με πολίτες και κυβερνήτες έντιμους, με χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν ορθά, με ελεύθερη πρόσβαση στη γη για όποιον τη θέλει και με γεωφορολόγηση, χρέη θα είναι γενικά αχρείαστα και ανύπαρκτα. Στις τωρινές συνθήκες αυτά είναι απαραίτητα κι εφόσον υπάρχει έντιμη εργασία και παραγωγή δεν βλάπτουν καθόλου. Όταν όμως πολίτες και κυβερνήτες κοιτάζουν πώς θα πλουτίσουν γρήγορα κι εύκολα, συχνά παράνομα, σε βάρος άλλων, όταν δηλαδή κυριαρχεί άγνοια-αλαζονεία-απληστία, τότε η οικονομία θα βουλιάξει στην άβυσσο χρέους και ο λαός θα υποφέρει έντονα.
Θα επανέλθω.