Ένα βράδυ, καθώς ο δάσκαλος Κότζουν (Kojun) καθόταν σε διαλογισμό στο δωμάτιό του, ένας κλέφτης πήδηξε από το παράθυρο μέσα. Κρατώντας απειλητικά ένα ξίφος άρπαξε τον δάσκαλο από τον ώμο: “Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου!”
“Καλά, ήταν ανάγκη να με διακόψεις;” είπε ήρεμα ο Κότζουν. “Θα βρεις τα χρήματα μέσα σ’ εκείνο το σεντούκι.”
Ο κλέφτης άνοιξε το σεντούκι κι άρχισε να γεμίζει με χρήματα τη σακούλα που είχε φέρει μαζί του.
“Ε!” φώναξε ο Κότζουν. “Φτάνει! Μην τα παίρνεις όλα. Θα χρειαστώ λίγα να συντηρώ τους φτωχότερους μαθητές μου.”
Ο κλέφτης ξαφνιάστηκε, σταμάτησε όμως. Άφησε τα υπόλοιπα χρήματα εκεί που ήταν κι έκανε να φύγει από το παράθυρο πάλι.
“Ε!” φώναξε πάλι ο Κότζουν. “Οι επισκέπτες μπαίνουν και βγαίνουν από την πόρτα. Φύγε από κει. Και να μάθεις να ευχαριστείς το πρόσωπο που σου κάνει ένα δώρο!”
Πολύ παραξενεμένος ο κλέφτης έκανε μια υπόκλιση, είπε ευχαριστώ κι έφυγε από την πόρτα.
Μετά από λίγες μέρες η αστυνομία συνέλαβε τον κακοποιό επ’ αυτοφώρω ενώ έκλεβε κάποιο άλλο σπίτι. Εκείνος ομολόγησε τότε όλες τις κλοπές που είχε κάνει μέχρι τότε, συμπεριλαμβανομένου και του Κότζουν. Ο δάσκαλος κλήθηκε να δώσει κατάθεση.
“Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι κλέφτης, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση” δήλωσε. “Μ’ επισκέφτηκε ένα βράδυ. Εγώ του έδωσα χρήματα κι εκείνος μ’ ευχαρίστησε.”
Ο άνθρωπος εκείνος δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει την καταδίκη σε φυλάκιση για τις άλλες κακές του πράξεις. Μα όταν αποφυλακίστηκε, πήγε στον Κότζουν κι έγινε μαθητής του.