Ο άρχοντας παρακολουθούσε ανέκφραστα, καθώς μερικοί στρατιώτες έφεραν στην αυλή τον κακοποιό με τα χέρια του δεμένα πίσω στην πλάτη. Τον έκαναν να γονατίσει στα χαλίκια του κήπου. Μετά, ενώ αυτός μουρμούριζε ικεσίες και ξεσπούσε σε κραυγές απειλής, οι ακόλουθοι έφεραν σακούλες ρυζιού γεμάτες βότσαλα και τις τοποθέτησαν γύρω του στοιβάζοντάς τις και πιέζοντάς τις σφιχτά ώστε να μην μπορεί να κινηθεί. Άλλοι έφεραν κουβάδες με νερό για να ξεπλύνουν τα αίματα μετά την εκτέλεση. Ο άρχοντας, φημισμένος πολεμιστής, είχε δει και είχε κάνει ο ίδιος πολλές εκτελέσεις. Όλα ήταν σωστά διευθετημένα.
“Κύριε!” έσκουξε ικετευτικά ο κατάδικος. “Μια αδυναμία μου μ’ έσπρωξε στο έγκλημα. Συγχωρέστε με, δώστε μια ευκαιρία ακόμα!”
“Μα οι γέροντες βρήκαν πως έχεις κάνει πολλά εγκλήματα. Σε καταδίκασαν δίκαια!” αποκρίθηκε μαλακά ο άρχοντας. Σαν πολεμιστής είχε σκοτώσει πολλές φορές και δεν ένιωθε οίκτο. Αλλά σκότωνε από αίσθηση καθήκοντος μόνο, ποτέ από μίσος ή ευχαρίστηση.
“Αν με σκοτώσετε θα εκδικηθώ!” ούρλιαξε τώρα ο κακοποιός. “Η οργή και το μίσος μου θα γίνουν εκδίκηση: το κακό που τώρα κάνετε θα επιστρέψει να σας τιμωρήσει.”
Ένα κύμα φόβου απλώθηκε στους ακολούθους. Ήταν γνωστό πως η τελευταία επιθυμία ενός ετοιμοθάνατου καθόριζε τη μελλοντική πορεία της ψυχής του. Έτσι, αν κάποιος θανατωνόταν ενώ ένιωθε τέτοια μανία, η διάθεσή του θα μετατρεπόταν σε φάντασμα που θα καταδίωκε τους υπαίτιους. Αυτό το γνώριζε και ο έμπειρος σαμουράι.
“Καλώς” είπε στον ίδιο τόνο. “Αν πράγματι θες να μας φοβίσεις, δώσε μας μια ένδειξη… Να, βλέπεις την πέτρα που πατώ; …Ωραία, μόλις σου κόψω το κεφάλι δάγκωσέ την. Αν έχεις τη δύναμη να το κάνεις αυτό, τότε θα πιστέψω πως πράγματι μπορείς να μας τρομάξεις.”
“Θα τη δαγκώσω… θα τη δαγκώσω…!” ούρλιαξε σαν αφηνιασμένος ο κατάδικος στρέφοντας τη ματιά του και όλη την προσοχή του στην πέτρα που πατούσε ο άρχοντας.
Το μακρύ σπαθί άστραψε, σφύριξε στον αέρα κατεβαίνοντας και μ’ ένα “χρατς” το κεφάλι έπεσε στα χαλίκια, ενώ το σώμα λύγιζε και δύο πίδακες αίματος τινάζονταν από τον κομμένο λαιμό. Και το κεφάλι κύλησε μία, κύλησε δύο και τελικά έφτασε την πέτρα και τη δάγκωσε με λύσσα. Την επόμενη στιγμή έπεσε χάμω ακίνητο, εντελώς νεκρό.
Οι ακόλουθοι κοίταζαν με φρίκη – πότε το κεφάλι, πότε τον άρχοντα. Εντελώς ατάραχος εκείνος, άπλωσε το κυρτό ξίφος με τη ματωμένη ατσάλινη λεπίδα να του το πλύνουν και να το σκουπίσουν με μαλακό ριζόχαρτο. Μετά απομακρύνθηκε αμίλητος κι αδιάφορος.
Πέρασαν μέρες κι εβδομάδες. Οι ακόλουθοι ζούσαν σε φόβο προσμένοντας από στιγμή σε στιγμή την εμφάνιση του φαντάσματος. Ο φόβος πέρασε και στους άλλους υπηρέτες του αρχοντικού. Συχνά ένας ή άλλος έβλεπε ή άκουγε πράγματα που δεν υπήρχαν, νομίζοντας πως ξαφνικά ήρθε ο εκδικητής. Τελικά, μερικοί από τους παλαιότερους, πήγαν στον άρχοντα να ζητήσουν να γίνει μια τελετή εξορκισμού που θα τους προστάτευε.
“Περιττό” είπε ήρεμα ο σαμουράι. “Δεν χρειάζεται να φοβάστε τίποτα σε αυτή την περίπτωση. Αν υπήρχε κίνδυνος θα είχα κάνει την τελετή εξορκισμού.”
“Μα κύριε” είπε παρακλητικά ο αρχηγός “το κεφάλι δάγκωσε την πέτρα. Το είδαμε κι εμείς, το είδατε και σεις!”
“Ακριβώς! Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να φοβάστε…” είπε με τόνο καθησυχαστικό. “Η τελευταία του επιθυμία ήταν να δαγκώσει την πέτρα. Σ’ αυτό κατεύθυνε όλη του την προσοχή, όλη του τη ζωτική ενέργεια –όχι στην εκδίκηση! Γι’ αυτό το κατόρθωσε. Αν η επιθυμία του ήταν άλλη δεν θα το κατόρθωνε. Και τότε, θα κάναμε τον εξορκισμό. Ήδη πέρασε ένας μήνας! Αν ήταν να έρθει, το φάντασμά του θα είχε παρουσιαστεί.”