Η Γκόθαμ συνδέεται με τον Μπάτμαν που, στη σύγχρονη μυθιστορία (κόμιξ), ζούσε και κυνηγούσε τους κακούς εκεί, σε μια φαντασιακή αμερικανική πόλη. Μα η πραγματική Γκόθαμ ήταν από τον Μεσαίωνα και είναι στην Αγγλία.
Έχω γράψει για την ιστορία της πόλης και δύο από τις παλαιότερες αφηγήσεις που δείχνουν την κουταμάρα των κατοίκων.
Σήμερα γράφω μια από τις νεότερες αφηγήσεις.
Οι Άγγλοι, ξέχωρα από τους Ιρλανδούς, Ουαλούς και Σκωτσέζους (που όλοι μαζί οι 4 είναι Βρετανοί), μπορούν να γελούν κοροϊδεύοντας τον εαυτό τους ή ακούγοντας άλλους να τους κοροϊδεύουν μα μόνο δυο φορές (την 3η πέφτει ξύλο). Έτσι έχουν πολλά ανέκδοτα και χιουμοριστικά παραμύθια. Μια σειρά χιουμοριστικών ιστοριών αφορά τους κατοίκους του χωριού Gotham στην Περιφέρεια Nottinghamshire. Είναι όλοι μουρλοί. Μα λέγεται πως η τρέλα είχε ξεκινήσει από τον 12ο αιώνα επί βασιλείας του Ιωάννη (αδελφού του Ριχάρδου Λεοντόκαρδου) που υπέγραψε τον διάσημο Μεγάλο Χάρτη Δικαιωμάτων Magna Carta (Ιούνιος 1215). Αυτός ήθελε να φτιάξει έναν δρόμο που διέσχιζε το Γκόθαμ (= οίκος/μάντρα αιγών), μα οι κάτοικοι δεν τον ήθελαν, αφού το κόστος συντήρησής του θα τους επιβάρυνε, κι αποφάσισαν να κάνουν πως ήταν όλοι τρελοί κι έτσι ο δρόμος τους παράκαμψε.
Η πρώτη παράσταση παράνοιας έγινε τότε, τον 12ο αιώνα, όταν, για να τρομοκρατήσουν τους ιππότες του βασιλιά, οι Γκοθανοί περίφραξαν σε μεγάλη κλούβα ένα δενδρύλλιο/θάμνο όπου φώλιαζε ένας κούκος που ήθελε να κλέψει ο σερίφης του Νότινγχαμ (αυτός που τον πολέμησε ο Ρομπέν των Δασών). Επειδή τότε η τρέλα θεωρούνταν μεταδοτική, οι ιππότες που είχαν πάει να χαράξουν τον βασιλικό δρόμο έσπευσαν να τον χαράξουν αλλού. Μια από τις παμπ του χωριού σήμερα ονομάζεται Πανδοχείο Cuckoo Bush “ο θάμνος του κούκου” (φωτογραφία στα δεξιά).
Οι πρεσβύτεροι του χωριού βρήκαν έναν κούκο κι αποφάσισαν να τον κρατήσουν για το χωριό τους να τραγουδάει όλο τον χρόνο. Έτσι, βρήκαν έναν πυκνό θάμνο κάπου στη μέση της κοινότητας κι εκεί έβαλαν τον κούκο, αφού περίφραξαν τον θάμνο γύρω γύρω ως το δικό τους ύψος. “Αν δεν κελαηδάς όλο τον χρόνο, δεν θα έχεις ούτε τροφή ούτε νερό!” Ο κούκος κελάηδησε λίγο, μα μετά πέταξε μακριά. “Κατάρα!… Τον άτιμο!”, ξεφώνισαν οι σοφοί που οργάνωσαν την αιχμαλωσία του κούκου. “Ίσως φταίμε κι εμείς. Έπρεπε να κάνουμε την περίφραξη λίγο ψηλότερη!”
Μια φορά, μια παρέα λίγων Γκοθανών, αφού ήπιαν τη μεσημεριάτικη μπύρα τους στην παμπ (Θάμνος του Κούκου), είπαν να περπατήσουν λίγο στο κοντινό δάσος μια και ήταν όμορφος καιρός. Με αστεία και με σοβαρά, εγκωμίαζαν την καλοτυχία τους να ζουν σε μια τόσο όμορφη και ήσυχη κωμόπολη μακριά από τ΄ αγριεμένα πλήθη της χώρας. Κι ένας πρεσβύτερος θυμήθηκε φωναχτά τη σοφία των προγόνων τους που κατάφεραν να ξεγελάσουν τους απεσταλμένους του βασιλιά με τον κούκο που ξέφυγε από το ανοιγμένο κλουβί του και χάραξαν τον βασιλικό δρόμο (= εθνική οδό) πιο πέρα παρακάμπτοντας το χωριό. Κι αργότερα έφτιαξαν μόνοι, χωρίς να πληρώνουν φόρους στον βασιλιά για τη συντήρηση του δρόμου, έναν δρομάκο που ένωνε το χωριό με την παρακαμπτήρια βασιλική οδό.
Ακόμα και οι νεότεροι φούσκωναν με υπερηφάνεια.
Έφτασαν στον μεγάλο δρόμο σύντομα και κατευθύνθηκαν προς το δάσος. Μα εκεί στην άκρη, είδαν έξαφνα ένα στρογγυλό, πλακουτσό, μεταλλικό αντικείμενο, με γυαλί στη μια μεριά κι από κάτω δυο δείκτες που κινούνταν ο ένας πολύ αργά κι ο άλλος πιο γρήγορα. Δεν ήξεραν τι ήταν και θα περνούσαν πολλές δεκαετίες ωσότου κάποιος να έφερνε ρολόι και να μάθαιναν οι Γκοθανοί τι ήταν αυτό. Μα, τώρα, αυτό θα είχε πέσει από την τσέπη κάποιου βιαστικού καβαλάρη.
Εκείνη την ώρα, λοιπόν, φοβήθηκαν διότι, καθώς γυάλιζαν το τζαμάκι και το ασημένιο περίβλημα, τους φάνηκε μαγικό μα διαβολικό, αφού έκανε τικ-τακ συνέχεια – χωρίς νόημα!
“Το ακούτε;” ρώτησε ένας νεότερος και πιο θαρραλέος, που το σήκωσε κι όλοι πλησίασαν να το ακούσουν: τικ-τακ, τικ-τακ.
“Πέτα το, πέτα το!” φώναξε ο γηραιότερος. “κάποιο κακόβουλο, πονηρό ξωτικό ζει εδώ μέσα. Ελκύει τους ανθρώπους με τη λαμπράδα του και τους υπνωτίζει με το τικ-τακ! Πέτα το χάμω!”
Ο άλλος φοβήθηκε και το πέταξε. Τότε ο ηλικιωμένος πήρε μια πέτρα και κοπάνισε με δύναμη το παράξενο λαμπερό αντικείμενο και το τσάκισε.
Αμέσως ο ρυθμικός ήχος σταμάτησε και οι Γκοθανοί βρήκαν ξανά τη σιωπή του δάσους και τη δική τους αυτοπεποίθηση.
“Βλέπετε, λοιπόν;” είπε ο γηραιότερος σοφός. “Έπαψε και δεν θα ξεγελάσει κανέναν με τη λάμψη και τον ήχο του. Η πέτρα έκανε τη δουλειά δίνοντάς του το μάθημα που ήθελε! Α, πρέπει να ξέρεις πώς να χειρίζεσαι τέτοια ζητήματα.”
Όλοι καταχάρηκαν που είχαν εξοντώσει το πονηρό ξωτικό και γύρισαν ευχαριστημένοι στα σπίτια τους.
Το επεισόδιο ξεχάστηκε και πέρασαν πολλά χρόνια ωσότου μια μεταγενέστερη γενιά έκανε τη γνωριμία της με ρολόγια, μικρά και μεγάλα.