Στο προηγούμενο της σειράς, το 87.Μύθοι: Γκόθαμ: Εξόντωση ξωτικού αναφέραμε τις ιστορικές συνθήκες για τη φήμη των Γκοθανών ως μη πολύ έξυπνων ανθρώπων. Συνεχίζουμε σήμερα με μια άλλη αφήγηση.
Ένας Γκοθανός ετοιμαζόταν να πάει στην αγορά του Νόττινγχαμ για δουλειά. Η γυναίκα του του είπε πως χρειαζόταν ένα καινούριο βραστήρα για το τζάκι.
“Μην ξεχάσεις να αγοράσεις έναν καλό σιδερένιο!”
Ο Γκοθανός μας έφθασε στο Νόττινγχαμ κι εκεί όντως αγόρασε έναν καλό σιδερένιο βραστήρα. Τον πήρε αγκαλιά και ξεκίνησε να επιστρέψει σπίτι. Μα ο βραστήρας ήταν βαρύς και τα μπράτσα του κουράστηκαν. Έτσι κάθισε στο γεφύρι, έξω από την πόλη, να ξεκουραστεί. Είδε τότε πως ο βραστήρας είχε τρία πόδια, πολύ κοντά, μα σίγουρα πόδια!
“Κοίτα φίλε μου!” μουρμούρισε στον εαυτό του. “Αυτός εδώ έχει τρία πόδια ενώ εγώ έχω μόνο δύο. Αυτός θα πρέπει να μεταφέρει εμένα! Άντε λοιπόν να με πας εσύ στο χωριό!” είπε στον βραστήρα.
Κάθισε λοιπόν πάνω στον βραστήρα λέγοντας “Άντε λοιπόν ξεκίνα κι εγώ θα σου δίνω οδηγίες.” Μα φυσικά ο βραστήρας δεν έλεγε να κουνήσει.
“Α, είσαι πολύ πεισματάρης!” είπε ο Γκοθανός. “Σου άρεσε και θες να σε κουβαλώ εγώ. Μα δεν θα σου κάνω το χατίρι. Άκου, λοιπόν. Θα σου δώσω οδηγίες κι εσύ θα έρθεις μόνος σου στο σπίτι μου. Γιατί βιάζομαι. Μόνο μην αργήσεις πολύ!”
Έδωσε οδηγίες που ήταν απλές και γύρισε σπίτι.
“Που είναι ο βραστήρας; Ξέχασες;” Ρώτησε η γυναίκα του μόλις τον είδε με άδεια χέρια.
Εκείνος της εξιστόρησε τι έγινε τονίζοντας πως ο βραστήρας είχε τρία ποδαράκια ενώ ο ίδιος είχε μόνο δυο.
“Και που τον άφησες;” ρώτησε η γυναίκα.
“Πάνω στη γέφυρα. Μα γιατί ανησυχείς; Θα έρθει!”
Μα η γυναίκα, που δεν ήταν τόσο σίγουρη, δεν είπε τίποτα. Βγήκε από το σπίτι και γύρισε σε λίγο με τον βραστήρα.
“Α, χαίρομαι γυναίκα!” είπε ο άντρας της. “Χαίρομαι που τον βρήκες και τον έφερες. Όση ώρα έλειπες, σκεφτόμουν μήπως αυτός ο πονηρός που δεν ήθελε να περπατήσει και να έρθει εδώ, αποφάσισε να γυρίσει στο Νόττινγχαμ, στο μαγαζί που τον αγόρασα.”