Είναι καιρός..

Είναι καιρός..

- in Επικαιρότητα
0

1. Εδώ και πολλές χιλιετίες συνηθίσαμε – όλοι εμείς οι σοβαροί άνθρωποι – να μιλάμε στον εαυτό μας, ή ορθότερα, να διατυπώνουμε τις σκέψεις, φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις μας φωναχτά, καθώς περπατούμε, οδηγούμε, καθαρίζουμε, βάφουμε ή κάνουμε κάποια χειρωνακτική εργασία.

Μερικοί ντρεπόμαστε γιατί καταλαβαίνουμε πως αυτές οι διατυπώσεις γίνονται μηχανικά, ανεξέλεγκτα, όπως φαίνεται να φυσά ή να βρέχει: έρχονται άγνωστο από πού ή γιατί και αφού στριφογυρίσουν λίγο (ή πολύ) εξαφανίζονται (όπως οι μετανάστες της κας Τασίας από τις πλατείες).

Τα γράφω αυτά γιατί τελευταία στριφογυρίζουν και στο δικό μου νου. Δεν ξέρω από πού ακριβώς έρχονται και πώς. Μα σίγουρα τις κινητοποίησαν διάφορα γραπτά από εμβριθείς δημοσιογράφους έγκριτων εφημερίδων.

Γράφουν πως “είναι καιρός” ο κ. Τσίπρας να επέμβει και να δώσει οδηγίες σε υπουργούς, υφυπουργούς κλπ, ή να αποφασίσει για τούτο ή το άλλο κλπ…

2. Άλλες φράσεις με όμοια έννοια είναι “αυτή την ύστατη ώρα”… ή “στο παρά πέντε”… ή “πότε επιτέλους”… και παρόμοιες εκφράσεις.

Αυτά γράφονται με την απόλυτα δικαιολογημένη αγανάκτηση του ενάρετου κι έντιμου πολίτη που βλέπει τη χώρα να πηγαίνει “στα βράχια” ή “στον γκρεμό” (ανάλογα με την προτίμηση) εδώ και δεκαετίες.

Είμαι βέβαιος πως όμοια αίσθηση του πνιγμένου ή του κατεπείγοντος, δηλαδή επικείμενης καταστροφής και ανάγκης για αλλαγή πορείας ή εφαρμογή νέων μέτρων, καταλάμβανε τους πολίτες και σε παλαιότερες εποχές, μόνο που τότε δεν υπήρχαν εφημερίδες και περιοδικά.

Αυτό το φαινόμενο, δηλαδή η αίσθηση άμεσου κινδύνου και ανάγκης για ριζική αλλαγή, μα και η καταγραφή της, έχει ενδιαφέρουσες απόψεις.

Στην πραγματικότητα κάθε φαινόμενο – ακόμα και μια στάλα καφέ στο χαλί – έχει ενδιαφέρουσες απόψεις που μπορούν να οδηγήσουν έναν αναλυτικό, στοχαστικό νου πολύ μακριά στην κατεύθυνση της σοφίας.

Όμως μας λείπει και τέτοιος νους και χρόνος. Έχουμε πολλά άλλα ενδιαφέροντα και η σοφία δεν είναι στις προτεραιότητές μας.

3. Μια πρώτη ενδιαφέρουσα πλευρά είναι η αφέλεια των αρθρογράφων παρά τη σοβαροφάνειά τους.

Προφανώς δεν αντιλαμβάνονται πως βρισκόμαστε συνεχώς (με μικρά διαλείμματα) στο χείλος της αβύσσου και, λίγο πολύ, όλοι το ψυχανεμιζόμαστε. Γι’ αυτό άλλωστε, με την πρώτη ευκαιρία, αφηνόμαστε σε ηδονολατρικές κραιπάλες  για να ξεχνάμε τα δύσκολα.

Έξι χρόνια τώρα κάνουμε σημειωτόν στον βάλτο μιας βάρβαρης χρεοκοπίας και περιμένουμε να αλλάξουν οι κυβερνήσεις, η παιδεία, η φορολογία, οι νόμοι, άλλοι άνθρωποι και λαοί γενικότερα και ό,τι άλλο. Βουλιάζουμε σταθερά μα δεν αλλάζουμε.

Ακόμα κι αν κάποιος αποφασίσει να αλλάξει, η κατάσταση θα παραμείνει. Διότι για να αλλάξει ευρύτερα η κοινωνία χρειάζονται άλλες άγνωστες δυνάμεις.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται ανιαρά και η μόνη μεταβολή είναι πως η επανάληψη γίνεται σε χαμηλότερο επίπεδο, πιο απροκάλυπτης βαρβαρότητας.

4. Μια δεύτερη ενδιαφέρουσα πλευρά είναι η επίκληση προς τον πρωθυπουργό. Κι εδώ η αφέλεια είναι απογειωμένη σε αστρικά ύψη.

Δεν μπορούν σοβαροί αρθρογράφοι – στοχαστές, αναλυτές – να μην έχουν αντιληφθεί ακόμα πως ό,τι γίνεται ή δεν γίνεται στα διάφορα υπουργεία, γίνεται ή δεν γίνεται εν γνώσει του. Αυτός μάζεψε όλους αυτούς τους αμαθείς καθηγητές και παλαβούς προλετάριους ως υπουργούς, βουλευτές και συμβούλους να μας κυβερνούν.

Μετά, δεν είναι δυνατόν οποιοσδήποτε νουνεχής πολίτης να μην έχει καταλάβει ακόμα πως ο πρωθυπουργός δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς να κυβερνήσει. – Έλληνας πρωθυπουργός 41 ετών που δεν γνωρίζει πως Μυτιλήνη και Λέσβος είναι το ίδιο!

Ο άνθρωπος που ανδρώθηκε με καταλήψεις. Αυτή ήταν η παιδεία του και πρότυπό του ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (που σκοτώθηκε σε μια ζούγκλα σε κάποια μπανανία της Νότιας Αμερικής). Και τώρα κατάληψη της εξουσίας έκανε και απολαμβάνει τα τερτίπια του τουρισμού.

Είναι ποτέ δυνατόν ένας αναρχοαριστερός αρριβίστας να οδηγήσει μια χώρα σε κατεύθυνση άλλη από σαπίλα και συντριβή;…

5. Επανέρχομαι λοιπόν στην αρχική διαπίστωση.

Το θεωρούμε φυσικό να αφήνουμε τις σκέψεις να τρέχουν ανεξέλεγκτα, μηχανικά και “να μιλάμε στον εαυτό μας”.

Συνηθίσαμε.

Δεν μας νοιάζει καθόλου το ότι δεν μας ακούει σχεδόν κανείς, όσο δυνατά κι αν μιλάμε. Άλλωστε ούτε κι εμείς ακούμε τον άλλο.

Οι σκέψεις τρέχουν: άγνωστο από πού, πώς και γιατί. Τρέχουν κι εξαφανίζονται αφού λιαστούν λίγο πολύ στην επίγνωσή μας. Αυτό το λέμε στόχαση, διανόηση, ανάλυση και παρόμοια.

Συνηθίσαμε. Μάλλον δεν είναι καιρός ακόμα να ξεσυνηθίσουμε.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *