Στιγμής καμώματα
Κατερίνα Ευαγγελοπούλου
Η πλάση ολόγυρα ακίνητη στέκει
υπομονή αναδίδει. Λες τη Στιγμή να προσμένει;
σε ουρανό και γη συνομωσία σπέρνει
ψίθυρος το θρόισμα, τη σιωπή γυρεύει.
Απ΄ τα χείλη ξεπηδούν ήχοι,
θαρρείς χωρίς συναίσθημα,
χωρίς αντίτιμο στο παρόν ολόκαρδα δίνομαι
σώμα και πλάση μαζί στη δόνηση,
δίχως χρόνο η στιγμή.
Ξάφνου απρόσμενη χαρά, ζωντάνια υπαρξιακή,
ένωση με ουρανό και γη,
χάνεται απ’ τον νου το παρελθόν το μέλλον,
βαθιά σιωπή, γαλήνια, καθησυχαστική.
Σε βρήκα Στιγμή!
– – –
Στον Γνωστό Άγνωστο
Μαρία – Άρτεμις
Ήξερα πάντα από παλιά
πως ήμουνα εγώ κι εσύ.
Από παιδί κοιτούσα στον καθρέφτη το σώμα, την μορφή.
“Εγώ είμαι αυτό;” ρωτούσα. “Αυτό και κάτι άλλο…” άκουγα.
Έψαχνα μέσα στο μυαλό σκέψεις κι αισθήματα ένας σωρός.
“Εγώ είμαι αυτό;”
“Κι αυτό και κάτι πιο πολύ”
μου ψιθύριζε μια φωνή.
Κοιτούσα πάντα πιο βαθιά
σ’ ένιωθα αλλά δεν έβλεπα σωστά.
Τα άλλα όλα ήτανε γνωστά,
καλά, κακά και κοντινά,
μόνο εσύ ήσουν μακρινός,
αγνώριστος και ακριβός.
Με τον καιρό το ξεπέρασα κι αυτό
δεν σ’ έψαχνα,
μα μέσα μου σε κρατούσα μυστικό
σαν έρωτα δίχως σκοπό,
ανεκπλήρωτο, πλατωνικό.
Ήσουν εκεί; είσαι εδώ;
Πολέμησα με το θεριό,
έβλεπα μπρος μου το Καλό,
ένιωθα πίσω μου το κακό.
Αγέρωχο πλάσμα τρομερό,
ήμουν εσύ; ήσουν εγώ;
Δεν είχα άλλη επιλογή
και με σπαθί τη λογική,
να τραυματίζω τα θεριά
και να φυτρώνουν άλλα εννιά.
Τα ξέκανα όλα τελικά
με τα εφόδια αυτά:
με το μυαλό το κοφτερό
και το κορμί το τρυφερό
για να θαυμάζουν κι οι εχθροί
του παιδιού την αφοβιά
και την ατρόμητη καρδιά.
Μα όταν τελείωσαν αυτά
κοίταξα μέσα μου βαθιά,
εγώ γινόμουν το Θεριό
Καλό, θεόρατο, τρανό,
να το φοβούνται οι Κακοί
να το θαυμάζουν οι αφελείς,
μα με καρδιά μισή,
στεγνή και ζαρωμένη
από τη μάχη αποκαμωμένη.
Το γέλιο μου αν και γλυκό
της σάρκας μου ο σαρκασμός,
εσύ εκεί, εγώ εδώ
να ξεπερνάω το θυμό
της επιθυμίας τον πικρό.
Κι εκεί που είπα να χαθώ,
θα σβήσω, φτάνει ως εδώ,
πνοή μου χάρισες ξανά
με ένα βλέμμα παιδικό
που ήταν ολόκληρο αγνό
κι αίμα στάλαξε απαλά
στην πετρωμένη μου καρδιά.
Δεν ξέρω αλήθεια αν μπορώ
και αν αξίζω να σε δω,
μα ξέρω πότε θα συμβεί-
όταν σιγάσει της μάχης η οργή
και ξανά το φως σε κάθε του πτυχή
με κατακλύσει όταν φανείς.
Θα είμαι εσύ, θα είσαι εγώ!