Αίνιγμα
Γιάννης Ντούνας
Την πρώτη βαθιά στο νου χαραγμένη ελπίδα ακούσαμε
σαν ψίθυρο μια μακρινή αυγή.
Ήταν την ώρα της σιωπής, που ο ήλιος αβέβαιος
στο ανέβασμά του πρωταντίκριζε τον κόσμο.
Κι ύστερα θόρυβοι πολλοί,
ματιές κοφτές και χούφτες απλωμένες…
Τι τάχα γέννησε την σπίθα που ξεχύθηκε
σε δίστρατο να βγει σαν μάτι αχόρταγα θωρώντας;
Ήταν το πρόσταγμα άραγε για τους καρπούς της φλόγας;
Πίσω από τ’ άσπρο βότσαλο, το ίσιο δέντρο,
Και πιο μπροστά τ’ αναπαμένο κύμα:
εκεί ακούστηκε καθαρά το απόμακρο κάλεσμά Σου!
Σ’ απάτητες κορφές δεν θα βρεθεί.
Αρκεί το θέαμα του Κόσμου!
– – –
Ένωση
Γαβριέλλα Ιερωνυμίδου
Βαρύ, θλιμμένο το κεφάλι,
αδύναμο, παραιτημένο.
Ιδρωμένα τα σεντόνια,
του κορμιού την οδύνη μαρτυρούν.
Δακρυσμένο το βλέμμα χάθηκε,
παράπονο τα μάτια σφάλισε.
Γιατί Θεέ μου, στέναξαν
αδύναμα τα χείλη,
μα ευθύς ξανά ανοίξαν,
συγγνώμη αποζητώντας,
για όλα αυτά που ξέρω εγώ,
για όσα Εσύ γνωρίζεις,
το θέλημα δικό Σου,
μουρμουρίσαν.
Αντίκρυ, τα εικονίσματα
θάρριε πως τον κοιτούσαν,
αργά καθώς τρεμόπαιζαν
στο φως του καντηλιού.
Κι όπως τα κοίταζε υγρά,
μορφή πανώρια φάνηκε.
Τριαντάφυλλα είχε στα μαλλιά
θάλασσες μες στα μάτια
στα χείλη αστέρια έλαμπαν
και στο κορμί χρυσάφι.
Γέμισε φως η κάμαρη
μύρισε παραδείσους.
Ποια είσαι, την ερώτησε,
σε ξέρω; σε γνωρίζω;
Εκείνη χαμογέλασε
κι απλώνοντας τα χέρια
τον πήρε στην αγκάλη της.
Εγώ είμαι ΄συ, ψιθύρισε,
μα εσύ δε με θυμάσαι.
Ρούχο αλλάζεις τακτικά
μα εγώ η ίδια μένω,
μέχρι να έρθει η στιγμή,
στης διαδρομής το τέλος,
που εσύ κι εγώ θα σμίξουμε
στο Ένα το σημείο
όπου τη Δόξα ψάλουνε
του Ουρανού οι αγγέλοι.
Βαριά τα χέρια πέσανε
ξέπνοα ’πα στο στρώμα.
Γαλήνη αναπετάρισε
μες στα σβησμένα μάτια
και χαμογέλιο φώτισε
τα πονεμένα χείλη.
Μονάχη η ύλη απόμεινε,
κέλυφος μαραμένο,
π’ άφησε πίσω το παλιό
προσμένοντας το νέο.