1. ΤΟ ΒΗΜΑ μας χάρισε κι ένα αφιέρωμα της Εστίας (1997) για τον Οδυσσέα Ελύτη (Ιαν. 2019). Είναι μια πολύ πιο προσεγμένη ανατύπωση από εκείνη του Σεφέρη.
Σήμερα σχολιάζω περισσότερο την κριτική προσέγγιση της κας Όλγας Βότση, μόλις 3 σελίδες στο Αφιέρωμα 79-81. Η κα Βότση (ψευδώνυμο) έζησε 76 έτη στον 20ό αιώνα και δίδαξε φιλολογία μα έκανε μεταφράσεις και δημοσίευσε αρκετές συλλογές ποίησης (θα γράψω για αυτές στο επόμενο).
Μας κάνει μια μεγάλη χάρη παραθέτοντας αρκετά αποσπάσματα από το γραπτό του Νίκου Παππά (Δεκ. 1946) “Ποιητές της Κυριακής” όπου σαρκάζει και περιφρονεί την ποίηση του Ελύτη, Εγγονόπουλου, Σεφέρη και Εμπειρίκου. Δεν γνωρίζω καθόλου τον Παππά μα είναι καταφανώς αριστερός και τα κριτήριά του είναι η κούφια κοινωνιολογία της φθονερής και απάνθρωπης αναρχοαριστεράς:
Παίζετε με το Αιγαίο σαν παιδάκια/ δε νιώσατε το βάρος καμιάς σκλαβιάς…/
Κλαίνε τ’ αδέρφια μας και προσπερνάτε/ δεν έχετε σταγόνα καρδιάς.
Οι Λένιν και Στάλιν άλλα δίδαξαν περί Ποίησης και ουμανισμού!
2. Η Βότση ξεκινά πολύ ωραία δίνοντας ένα πραγματικά όμορφο ποιηματάκι από το Προσανατολισμοί.
Παιχνίδια στα νερά/ Στα σκιερά περάσματα/ Λένε με τα φιλιά της
την αυγή/ Που αρχίζει/ Ορίζοντας.//
Και τ’ αγριοπερίστερα ήχο/ Δονούνε στη σπηλιά τους/ Ξύπνημα γαλανό
μες την πηγή/ Της μέρας/ Ήλιος.//
Ναι, είναι ένα εξαίσιο λυρικό ποιηματάκι με σειρά εύστοχων εντυπώσεων. Δεν ξέρω που αναφέρεται το “της” – αυγή ή κάποια άλλη δεν ορίζεται; Είναι δυο ισορροπημένες στροφές 5 στίχων η καθεμιά. Ο 4ος στίχος και στις δυο είναι αμφίδρομος. Στη 2η, στον πρώτο στίχο ο “ήχος” υπαινίσσεται πως δεν βλέπει μα ακούει τα αγριοπερίστερα. Το “ξύπνημα γαλανό” είναι τρομερά συμπιεσμένη μεταφορά: ξυπνάει και βλέπει το γαλανό της θάλασσας ή του ουρανού. Η “πηγή” της μέρας είναι το φως του ήλιου, μα συνδέεται και με τα “παιχνίδια στα νερά” που κυλάνε από την πηγή τους στο φως και στη σκιά.
Η Βότση αρκείται να πει πως δίνει “έναν ύμνο στη φύση,… στη ζωή” δίχως ίσως να καταλαβαίνει τη μαστοριά του ποιητή εδώ, όπως φαίνεται από τις γενικότητες και την άρνησή της να κάνει οποιαδήποτε ανάλυση.
3. Παραθέτει και άλλα αποσπάσματα παρουσιάζοντας τον Ελύτη ως “ποιητή της εικόνας”. Παίρνω ένα απόσπασμα από το Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας στο οποίο βλέπει όλα να “εξευγενίζονται, όλα αποθεώνονται” και επεκτείνεται στη θεματολογία δίχως να προσέξει τα σφάλματα στην τεχνική του Ελύτη που αργότερα θα υπονομεύσουν όλη του την ποίηση.
Τώρα κείτεται πάνω στην τσουρουφλιασμένη χλαίνη/…
μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερο του αυτί!/…
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά/
μοιάζει ρολόι αγγέλου που σταμάτησε.
Εδώ έχουμε κούφιες, ψευτο-σοβαρές αναζητήσεις στις οποίες θα επιδοθεί με μεγάλη επιμέλεια ο Ελύτης αργότερα. Δυστυχώς ο Ελύτης ως ποιητής (μυστικός ή φιλόσοφος ή ό,τι άλλο, που τον παρουσιάζουν οι δίχως κρίση κόλακες) ψευδίζει πάρα πολύ.
Εδώ ο Ελύτης παράγει παραποίηση μα η κα Βότση, υπνωτισμένη από το όνομα, το Νόμπελ και τα όσα η ίδια σκέφτεται και αισθάνεται δίχως λίγη έστω λογική προσέγγιση, το αγνοεί.
Τι είναι το “κλαδάκι λησμονιάς” και μάλιστα στο αριστερό αυτί; Ναι, κλαδάκι λυγαριάς, λαδανιάς, λομπέλιας ή ό,τι άλλο, μα λησμονιάς;” Δεν εικονίζεται!!!
Πώς ακριβώς μοιάζει με τραγούδι και μάλιστα φιμωμένο στη σκοτεινιά; Εδώ υπάρχει μια αχρείαστη, υπονομευτική υπερβολή. Θα αρκούσε το απλό φίμωμα.
Το ρολόι (του καρπού ή τοίχου, της τσέπης, το εκκρεμές) έχει μια πολύ συγκεκριμένη μορφή που όμως δεν μοιάζει καθόλου με ανθρώπινο σώμα. Το ότι είναι “αγγέλου” δεν βοηθάει διότι δεν ξέρουμε αν οι άγγελοι έχουν ρολόγια και με τι μοιάζουν αυτά. Μήπως θέλει να πει ο Ελύτης πως κατά κάποιο τρόπο λέμε την ώρα στον (φύλακα-) άγγελό μας; Δεν έχει νόημα. Ο νους μάταια προσπαθεί να δει την εικόνα και να βγάλει νόημα.
4. Η Βότση τελειώνει με δυο αποσπάσματα από το Άξιον Εστί όπου βρίσκει τον Ελύτη “ώριμο τώρα… από εσωτερική γνώση και το κοίταγμα του κόσμου”. Δεν καταλαβαίνει πως η ποιητική ωριμότητα συνίσταται στο να μεταδίνεις μια γνήσια ποιητική κατάσταση (όπως έγραψε και ο Σεφέρης) κι όχι απλώς να διατυπώνεις σε κομμένες γραμμές και ανυπόστατα σχήματα λόγου εμβρίθειες που η πρόζα εκφράζει πολύ καλύτερα. Μπορεί ο Ελύτης (να επιχειρεί) να “υμνεί την προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει καλύτερος τιθασεύοντας τον εαυτό του” μα αποτυχαίνει παταγωδώς στην ποιητική τεχνική.
Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ’ απύθμενα/
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας/ νύχτες και νύχτες/
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση/
του μαύρου την ελπίδα ως τα δάκρυα/ τη χαρά ως την άκρα απόγνωση.
Τι τα θέλει κανείς τα βιβλία τα απύθμενα – που είναι ή πολύ μεγάλα ή περιέχουν στοχασμούς των οποίων το νόημα διαφεύγει; Ας το δεχτούμε, όμως. Μα τι είναι το σκοινί; (Ο Λιγνάδης στο δικό του βιβλίο σχολιάζει το “λιανό” μα όχι το σκοινί, δείχνοντας πως ούτε αυτός καταλαβαίνει από ποίηση και κριτική προσέγγιση κι ας έχει γράψει σελίδες και σελίδες “επεξηγήσεων”).
Διαβάζουμε, μελετάμε, ψάχνουμε, διεισδύουμε (=κατεβαίνουμε) στο βαθύτερο νόημα. Μα το λιανό (=λιγνό) σκοινί με τι αντιστοιχεί σε αυτή τη διείσδυση; Ο νους και η γνώση της γλώσσας το κάνουν, μα μοιάζουν αυτά με “σκοινί λιανό”; Όχι βέβαια. Είναι μια κακόγουστη, άσχετη μεταφορά.
Και ποια είναι η ύστατη ένταση του λευκού και τι στην ευχή θα την κάνεις αν και όταν τη βρεις;