1. Ο τίτλος υπονοεί – γιατί υπάρχει ποίηση; γιατί κατείχε τόσο σπουδαία θέση στη ζωή στο παρελθόν; – και παρόμοια ερωτήματα.
Σήμερα ελάχιστοι άνθρωποι διαβάζουν ποιήματα ενώ όσοι γράφουν έχουν αυξηθεί υπέρμετρα. Όταν λέω “διαβάζουν ποιήματα” εννοώ πως όντως διαβάζουν (ή ακούνε) σύγχρονα προϊόντα – και όχι πως αγοράζουν τομίσκους για τα ράφια τους.
Αυτό το καταλαβαίνω καλά διότι έχοντας διαβάσει τόμους και τόμους “ποιημάτων” σύγχρονων παραγωγών έβγαλα το συμπέρασμα πως δεν υπάρχει καλή ποίηση. Δεν έχει λοιπόν νόημα να διαβάζει κανείς κακά ποιήματα όπως δεν έχει νόημα να τρώει άνοστο, καμένο ή μπαγιάτικο φαγητό.
Ο ποιητικός κύκλος βέβαια ζει στον ονειροπαρμένο κόσμο του και νομίζει πως υπάρχει ποίηση και συντελεί ένα μεγάλο λειτούργημα στον κόσμο και δυστυχώς οι κριτικοί που θα έπρεπε να προσέχουν και να κρίνουν αυτόν τον τομέα της ανθρώπινης καλλιτεχνίας αποτελούν κι αυτοί μέρος του ποιητικού κύκλου και του ονειρόκοσμου του και ασχολούνται όχι με την ποιητική αλλά με τη θεματολογία του κάθε στιχοπλόκου.
2. Και όμως υπάρχει κάποια λιγοστή αξιοπρόσεκτη ποίηση όπως υπήρξε σε πολύ μεγαλύτερη ποσότητα πριν το μέσο του 20ού αιώνα οπότε η κριτική έγινε μια τεράστια βιομηχανία, ειδικά στην Αμερική από όπου απλώθηκε σε όλες τις προηγμένες χώρες της Δύσης, δίχως όμως συγκρότηση, κατεύθυνση και σκοπό.
Σήμερα δεν θα παραθέσω δείγματα ποίησης και αναλύσεις. Αυτό το έχω κάνει σε πολλά προηγούμενα άρθρα.
Εδώ θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τη φύση και λειτουργία της καλής ποίησης που ξεδιάντροπα καπηλεύονται οι σύγχρονοι στιχοπαραγωγοί και οι κριτικοί.
Σε αυτήν την προσπάθεια ακολουθώ, στην πραγματικότητα, τις διατυπώσεις ενός Άγγλου καθηγητή στην Οξφόρδη στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο A.C. Bradley έγραψε μια εξαιρετική μελέτη για τις τραγωδίες του Σαιξπήρου και δημοσίευσε τη σειρά Διαλέξεων περί Ποίησης (στην Οξφόρδη). Στις μέρες μας θεωρείται παρωχημένος (αν και μέχρι τη δεκαετία του 1960 τον μελετούσαν στα πανεπιστήμια της Αγγλίας) από τη Νέα Κριτική (Eliot, Ransom, Brooks κλπ), τον Northop Frye και πολλούς άλλους μέχρι τον Harold Bloom της εποχής μας.
3. Ωστόσο ο Μπράντλεϊ σε μια διάλεξή του (Ιούνιος 1901) περιγράφει γλαφυρά και αναλυτικά και καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο γνωρίζω την πεμπτουσία της ποίησης και της λειτουργίας της στον κόσμο μας. Εννοούσε κι εννοώ, βέβαια, καλής ποίησης.
Η καλή ποίηση (όπου σε ένα ποίημα έχουμε τη διαδοχή εμπειριών από ήχους, εικόνες, στοχασμούς, συγκινήσεις) είναι η ίδια αυτοσκοπός καθώς δίνει ευχαρίστηση – και στον δημιουργό και στον αποδέκτη. Επί πλέον μεταβιβάζει κάποια διδαχή, εξημερεύει τα πάθη, οδηγεί σε λεπτότερες σκέψεις ή αξίες. Τέλος, η ίδια η εμπειρία της επαφής μαζί της σε τραβά ή σπρώχνει στον δικό της κόσμο που είναι αυτόνομος, πλήρης και ανεξάρτητος, παρότι μέρος της ευρύτερης πραγματικότητας του κόσμου μας.
Αυτό γίνεται καθώς η ποίηση απευθύνεται, όπως κάθε άλλη καλή τέχνη, στη στοχαστική, δημιουργική φαντασία μας σε αντίθεση με την άγονη φαντασία της ρουτινιάρικης ονειροπόλησης ή τον έξαλλο παραλογισμό που παράγει εφιάλτες, πανικούς και παρόμοιες αρρωστημένες καταστάσεις.
4. Υπάρχει, είπε ο Μπράντλεϊ, η αντίθεση, όπως είναι κοινώς κατανοητή, μεταξύ θέματος, ιδεών και περιεχομένου από τη μία πλευρά και μορφής, διαχείρισης, πραγμάτευσης των υλικών από την άλλη.
Το θεματικό υλικό (τοπία, πρόσωπα, σκέψεις, συγκινήσεις) είναι μέσα στο ποίημα όπως μέσα του είναι και η μορφή, ο τρόπος έκφρασης.
“Ο ήλιος λάμπει, ο ουρανός είναι καθαρός, ο αέρας φυσά απαλός ή δροσερός”. Όταν ακούμε ή διαβάζουμε αυτήν την πρόταση δεν ακούμε ήχους (ή βλέπουμε γράμματα) ξεχωριστά και νοιώθουμε την εικόνα της ημέρας πάλι ξεχωριστά, το ένα πριν ή δίπλα στο άλλο. Εμπειρόμαστε και τα δυο μαζί, το ένα συνυφασμένο με το άλλο.
Δεν υπάρχει μόνο του θεματικό υλικό ούτε σκέτη μορφή. Το θέμα και η μορφή δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους αλλά το καθένα αντίθετο με το ίδιο το ποίημα που τα περιέχει. Η δράση, τα τοπία, τα πρόσωπα είναι ξεχωριστά από τη μορφή και το ποίημα μόνο στο βαθμό που εμείς τα παράγουμε στο νου μας.
5. Η αγνή ποίηση δεν είναι απλή διακόσμηση ενός θέματος που ο ποιητής είχε ήδη συλλάβει. Αναπηδάει ως ορμητικός παλμός της φαντασίας που πιέζει για έκφραση και τελείωση. Αποτελείται από διάφορα στοιχεία, αντιλήψεις, ιδέες, οράματα και σκέψεις, όλα σε υπανάπτυκτη μορφή με μια συναισθηματική διάθεση, που περνάνε μέσα από την ενιαία οντότητα του ποιητή και παρουσιάζονται ως δημιούργημα, το ενιαίο ποίημα.
Αυτό το τελειωμένο δημιούργημα, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο, αφού το άλλο θα είναι κάτι διαφορετικό, εκφράζει αυτό που ο καθένας μας αντιλαμβάνεται να εκφράζεται. Και όμως νιώθουμε, λέει ο καθηγητής, πως υποβάλλει κάτι περισσότερο, κάτι πέρα από αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Μας μιλάει για ένα ή δύο πράγματα μα υπάρχει μια ατμόσφαιρα πολύπτυχης υποβολής και κάθε τελικό νόημα, όπως μας φαίνεται, υποδείχνει κάτι ακόμα πιο πέρα – ένα μεγάλο και άφατο μυστικό.
Αυτό το μυστικό θα ικανοποιούσε όχι μόνο τη στοχαστική φαντασία μας μα τη σύνολη οντότητα μας.
Είναι μια μαγεία και μια τελειότητα που δεν μπορεί να εκφραστεί καθαυτή στην ποίηση (ή άλλη τέχνη), μα η ιδέα, ή υπόδειξη της, βρίσκεται στην καλύτερη ποίηση (ή άλλη άριστη τέχνη) κι εδώ βρίσκεται η αληθινότερη αξία της ποίησης – και ο Μπράντλεϊ παραθέτει το απόσπασμα :
Makes us seem
To patch up fragments of a dream
Part of which comes true and part
Βeats and trembles in the heart.