1. Δεν αναφέρομαι στη συνηθισμένη επισήμανση πως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει καθαρεύουσα όταν αφηγείται, μα γράφει δημοτική και τοπική διάλεκτο όταν συνομιλούν τα πρόσωπα της πλοκής της διήγησης. Στο Π276 Η Φόνισσα (τμήμα §3) ανέφερα πως στη διήγηση υπάρχουν σύγχυση πολυλογία ή μακρυγορία και απροσεξία. Παρόμοιες ιδιότητες βρίσκω και στον χειρισμό του της γλώσσας, δημοτικής και καθαρεύουσας. Δεν είναι στρωμένη γλώσσα και δεν φαίνεται να επιχειρεί να τη «στρώσει». Συχνά και οι μεταφορές και πολύ περισσότερο οι παρομοιώσεις του είναι παραδόξως ακατάλληλες.
Υπάρχουν στο Διαδίκτυο πολλές αναφορές στη γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο Ευστάθιος Φαντίδης βρίσκει τη γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «ιδιότυπη» με «σύνθεση λέξεων της δημοτικής, της καθαρεύουσας και της εκκλησιαστικής … με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς». Βρίσκει το ύφος λιτό, ποιητικό και υπαινικτικό με χρήση ισοσύλλαβων λέξεων, ομοιοτέλευτου, παρήχησης, αντίθεσης και με «πολλές μεταφορές». Ναι, είναι μάλλον «ιδιωτική» η γλώσσα, μα το ύφος δεν είναι καθόλου λιτό, όπως θα δείξω.
Η Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού απηχώντας τον Άγρα και τον Ελύτη βρίσκει πως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επιλέγει κάθε φορά την «καταλληλότερη λέξη» και στην «υιοθέτηση της ‘οικείας φράσης’ των αφηγητών» (1997 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σελ. 135-136).
2. Ο Αντ. Καριτσάκης γράφει πολλές γενικότητες με αναφορές σε πολλούς ντόπιους και ξένους λέγοντας (κατά τον Ζ. Λορεντζάτο) πως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «προχωρεί στο βάθος στην αναζήτηση της πνευματικής ακεραίωσης του ανθρώπου». Αναγνωρίζει, όμως, πως η γλώσσα του είναι «εντελώς προσωπική και ιδιότυπη». Δίνει μετά πολλά παραδείγματα από τα κείμενα που αποδεικνύουν διάφορες ιδιότητες μα πουθενά δεν αναλύει τη γλώσσα, το λεξιλόγιο, τα σχήματα λόγου. Πχ βιβλική επίδραση:
Α.Παπαδιαμάντης: «ύπνος δεν έκλεισε τα βλέφαρά μου, ανάπαυσιν δεν εύρε το σώμα μου». Αγ. Γραφή: «ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάρεις μου». Η σύγκριση δεν μας λέει και πολλά.
Προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα. Εδώ δίνει (Γλώσσα, Α. Παπαδιαμάντη) την περιγραφή του κήπου του Γιαννιού στο διήγημα Μαυρομαντηλού…
«Τω όντι τα χόρτα και οι θάμνοι του περιβολίου δεν έπαυσαν να σχηματίζωσιν αύλακας, να είναι ποικιλόμορφα, αναλλοίωτα και ρευστά, να ορθώσι την χαίτην, να στηλώνωσι τα στέρνα, να φρίσωσι, να κροαίνωσι, να βρέμωσι, να ηχώσι, να πλαταγώσι, να κτυπώσι παν αντίτυπον σώμα. Και οι ζέφυροι προσέπαιζον κυλινδούμενοι εντός των, ως άτακτα παιδία, και ημιλλώντο τίς να αυλακώσει καλύτερον, τις να υπεγείρη υψηλότεροντα κυανά και πορφύρεα νώτα των, μετά φωσφορίζοντος σελαγισμού, μετ’ ακτινωτού αφρώδους στεφάνου. Και αύρα ποντιάς εθώπευε μαλθακώς την άσπιλον κυματίζουσαν οθόνην, προκαλούσα απείρους χαριέσσας, μυρμηκιζούσας παροδικάς ρυτίδας…»
Και σχολιάζει ο Καριτσάκης: «Μια ποιητική παρά ρεαλιστική ταξινόμηση με διαρκή εναλλαγή των παραβολών: τα κηπευτικά παρομοιάζονται άλλοτε με άλογα, άλλοτε με κύματα και άλλοτε με «κυματίζουσαν οθόνην»
Πώς, δυστυχώς, δεν δείχνει να κατανοεί πως η «ποιητική» δεν είναι συγκεχυμένη, και πως εδώ πρόκειται για προχειρογραφία, όπως έγραψε ο Δημαράς, και πολυλογία. Διότι έχουμε ένα σχήμα λόγου συγκεχυμένο – άλογα, παιδιά, κύματα, οθόνη, ενώ ζέφυρος και αύρες έπαιζαν, αυλάκωναν, εθώπευαν κλπ. Δεν εγείρεται μια καθαρή εικόνα βλάστησης έστω ακατάστατης!
3. Πολλή παρόμοια προχειρότητα στο ακόλουθο κείμενο: «Ο ουρανός ήταν ως παμμεγίστη, άπειρος κανδήλα… Η θάλασσα εκουφόβραζε ως γιγαντιαία χύτρα επάνω εις σιγανήν φωτά». Η κανδήλα εδώ είναι ακριβώς ανάποδη και αδιανόητη. Πού είναι η σιγανή φωτιά κάτω από τη θάλασσα; Μετά, στα «θεμέλια του ορίζοντα» αναφαίνεται «κάτι θολόν κα μαύρον… το ρύγχος της τρικυμίας» (= μουσούδι ζώου) που όμως γίνεται «τρικυμία πάνοπλος (= πολεμιστής) με όλους τους βρόντους και τους ήχους της». Μετά, γίνεται ως βέλασμα(!) από «μυριάδες ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα… ζητούντα να εύρουν τέρμα… την σανίδα (= το πλοιάριο)… την κατεπάτησαν και την έκαναν δρόμο βόσκοντα την σκωρίαν της, λείχοντα τας πληγάς της, ροφώντας την δύναμίν της…» Και αντηχούσε «το σφύριγμα των τροχαλιών σαν θρήνος οξύς… όμοιο[ς] με την απηλπισμένην κραυγήν πτωχής ερημικής κόρης, σπαρασσομένης το δέμας (= κορμί) υπό φαύλων βιαστών εις έρημον τόπον, υπό το όμμα του πολυεύσπλαχνου και παντοδύναμου Κριτού, του καθημένου επί των Χερουβίμ, του βλέποντος αβύσσους.» Είναι αυτή πολύ λιτή και ποιητική περιγραφή; Ή ανέλεγκτη πολυλογία, όπου ο συγγραφέας χάνεται στο τελευταίο σκέλος της παρομοίωσης; (Από την αρχή του «Κοκκώνα Θάλασσα», 1900, δηλ. ώριμη περίοδος!)
Αν δε πάμε στο «Υπό την βασιλικήν δρυν», 1901, όπου χριστιανικές και κλασικές εικόνες και αναφορές δημιουργούν πολύ χειρότερες, χαοτικές σκηνές: Η περικαλλής δρυς είναι «άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου»! Και αλλού «κόρη παρθενική του βουνού», αλλού «όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη» και αλλού «ποθητή νύμφη των δασών»! Οι κλώνοι της ήταν γαμψοί ως η κατατομή του αετού, [ο]λοι (= δηλ. το σύνολο!) ως η χαίτη του λέοντος… αναδεδημένοι ως βασιλικά στέμματα (!). Τα δε ασπώματα των κλώνων της [ήταν] όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου (!)
Όπως συμβαίνει με κακούς στιχοπλόκους πολυλογάδες σαν τον Ρίτσο, και ο Α. Παπαδιαμάντης λησμονά πως κάνει μια παρομοίωση και παρασύρεται σε λεπτομέρειες του δεύτερου σκέλους που όμως δεν έχουν σχέση με το πρώτο και κύριο αντικείμενο της περιγραφής. Τα αετώματα των κλώνων δεν μοιάζουν με στέμματα ούτε φυσικά σχετίζονται στο ελάχιστο με τον «θεόληπτο Δαβίδ».
Ας πάρουμε ένα τελευταίο δείγμα από το Ο πολιτισμός εις το Χωρίον 1891. Άρχιζε να χιονίζει «μαλακά ως να έστρωνεν ο Θεός λευκά σινδόνια δια τους πτωχούς και δια τους άστεγους εις την οδόν.» Προσέξτε, δεν φτάνει που είναι φτωχοί και άστεγοι, μα τώρα, χάρη στην «ευεργεσία» του Θεού θα ξεπαγιάσουν, ίσως και θα πεθάνουν! Είναι ειρωνικός εδώ ο συγγραφέας;
4. Στο Η φόνισσα (τέλος κεφ. 12ου) η καταδιωκόμενη Χαδούλα φτάνει σε ένα «μέρος κρυφόν και απάτητον … οιωνεί άντρον… εκ χλόης, εκ κορμών και κισσού». Εκεί κάθισε, έφαγε και ήπιε νερό.
Εκείνην την στιγμήν, ανέτελλεν ο ήλιος. Ο δίσκος του εφάνη ν’ αναδύεται από τα κύματα, αντικρύ, εις το μακρινόν πέλαγος, του οποίου μίαν λωρίδα έβλεπεν από την κρύπτην της η Χαδούλα. Τα όρνεα του βουνού, του πετρώδους και ηχώδους, το οποίον ηγείρετο όπισθέν της, έρρηξαν μακρούς κρωγμούς, και τα πουλάκια της κοιλάδος, της λόχμης, του μικρού δάσους, αφήκαν φαιδράς μελωδίας.
Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαρίτων η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ’ εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος.
Ναι, εδώ έχουμε μια λιτή, ποιητική περιγραφή: φέρνει ανακούφιση και στη Χαδούλα και στον αναγνώστη.
Στο Ο πολιτισμός εις το χωρίον όταν ο μπάρμπα Στέργιος μπαίνει στο «καπηλείον» και βρίσκει τον γιατρό ένας αετονύχης χαρτοπαίχτης τον κερνά «ένα μοσχάτο»: Τα μουστάκια του, άμα είδε τον μπάρμπα Στέργιο, ανέβαιναν και κατέβαιναν «ως της γάτας, της οσφρανθείσης ποντικόν». Και πράγματι στη συνέχεια πήρε στο παιχνίδι τα λεφτά του. Κι εδώ έχουμε μια όχι πολύ ποιητική μα πολύ κατάλληλη παρομοίωση.
Ενδεχομένως θα υπάρχουν και άλλες σε διηγήματα ή μυθιστορήματα που δεν έχω διαβάσει. Μα στα 40 τόσα και τη Φόνισσα δεν σημείωσα άλλη περίπτωση.
Στο Η νοσταλγός (1894), προς το τέλος, η σκαμπαβία, η μεγάλη βάρκα με τους 6 κωπηλάτες και τον Κυρ. Μοναχάκη, άντρα της Λιαλιώς, κυνηγά τη μικρή φελούκα με τη Λιαλιώ και τον Μαθιό.
Ἡ σκαμπαβία ἔτρεχε μετὰ ρυθμικοῦ κρότου τῶν κωπῶν ἐπὶ τῶν σιδηρῶν διχαλωτῶν σκαλμῶν, μὲ δύναμιν ἀπαισίου καρχαρίου , πομπώδης καὶ μονότονος. Ἡ βαρκούλα ἔφευγεν ἐπὶ τοῦ κύματος ὡς ὁ φελλός, μετ᾽ ἐλαφροῦ ὡς ὁ κρότος τοῦ φιλήματος φλοίσβου, ἀπωθοῦσα μὲ τὰς μικρὰς παιγνιώδεις κώπας της τὰ ὕδατα, τὰ ὁποῖα τὴν ἐθώπευον καὶ τὴν προέπεμπον τρέχοντα μαζί της, ὡς τιμητικὴ συνοδία προηγουμένη καὶ ἑπομένη βασιλικοῦ ἅρματος, καὶ θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἀόρατοι Τρίτωνες τὴν ἔφερον ἐπιπολῆς τοῦ κύματος, διὰ νὰ μὴ χάνῃ ταχύτητα μὲ τῆς τρόπιδος τὸ βύθος.
Αναρωτιέσαι γιατί παρομοιάζεται (μεταφορά) η σκαμπαβία με «καρχαρία» και περιγράφεται «πομπώδης και μονότονος». Δεν είναι αντιφατικές οι φράσεις που τονίζω;… Μεταφέρει τον σύζυγο της Λιαλιώς τον οποίο εκείνη περιμένει ούτως ή άλλως. Οι δυο τους δεν είναι ρομαντικά ερωτευμένοι μα υπάρχει αγάπη και πίστη και πορεύονται μαζί ως ζευγάρι. Πρώτη αστοχία, λοιπόν.
Μετά, αν η παρομοίωση σταματούσε με τη φράση «τρέχοντα μαζί της» θα ήταν αρκετά λιτή και κατάλληλη. Μα η προσθήκη της συνοδίας και των «αόρατων» (!) τριτώνων αναδείχνει ξανά μακρηγορία που δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό στο σύνολο. Τι σχέση έχουν εδώ οι τρίτωνες της κλασικής αρχαιότητας;
Δυστυχώς, τα κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη βρίθουν από τέτοιες μακρυγορίες και αστοχίες.