1. Στο προηγούμενο άρθρο μου “Τολστόι κι Ελύτης” αναφέρθηκα στον δεύτερο νομπελίστα ποιητή μας κάπως εκτενέστερα από ό,τι είχα κάνει στα πρώτα άρθρα περί ποίησης που είχαμε αναρτήσει. Σήμερα θα εξετάσω τα γραπτά του πιο συγκροτημένα και αποκλειστικά.
Είναι πολυγραφότατος μα εγώ βρήκα μόνο ένα αξιόλογο ποίημα που να ικανοποιεί ως σύνολο. Όπως σημείωσα στο άρθρο, είναι από το “Σώμα του καλοκαιριού” Νο. IV (από τη Συλλογή Ήλιος ο Πρώτος 1943, εκδ Γαλαξίας).
Πίνοντας ήλιο Κορινθιακό/ Διαβάζοντας τα μάρμαρα/ κλπ
Οι αδυναμίες του ΟΕ βρίσκονται από την αρχή, από τα πρώτα του γραπτά όπως –
Την αφρούρητη νύχτα πήρανε θύμησες/Μαβιές/Κόκκινες/Κίτρινες/
Τ’ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο/Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή (σ 20, “7 νυχτερινά επτάστιχα”, Νο V)
Αυτές οι γραμμές δεν λένε τίποτα ουσιαστικό. Η νύχτα προσωποποιείται. Το “αφρούρητη” δεν υποδείχνει τίποτα, παρά το ρήμα “πήρανε” (=άρπαξαν, παρέσυραν):διότι, γιατί και πώς θα φρουρούνταν η νύχτα; Και ποιοι/ποιες/ποια την πήρανε; Τα χρώματα δεν υποδείχνουν και δεν αντιστοιχούν με τίποτα. Ο ύπνος είναι αποδεκτός, όπως και η προσωποποίηση με “τ’ ανοιχτά μπράτσα” – αφού συχνά γυναίκες πλαγιάζουν έτσι: αλλά ούτε αυτό μας λέει τίποτε αξιόλογο. Μετά όμως, γιατί “ξεκούραστα” μαλλιά; Πώς στην ευχή είναι τα μαλλιά έτσι; Τα δε “μάτια [γεμάτα] σιωπή” όχι μόνο δεν λένε τίποτα μα συγχύζουν και ο νους ψάχνει να βρει κάποια αντιστοιχία- με άστρα, με τα μάτια αυτών που κοιμούνται ή των νυκτόβιων πλασμάτων όπως οι κουκουβάγιες και οι γλεντζέδες σε νυκτερινά κέντρα.
2. Αναλύω λεπτομερώς το κομμάτι για να δείξω την καταπληκτική κουφότητα που χαρακτηρίζει σχεδόν τη σύνολη γραφή του. Παίρνω τώρα ένα τμήμα από το “Ο κήπος βλέπει” στη συλλογή Τρία Ποιήματα σε Σημαία Ευκαιρίας 1982, που είναι πλέον “ώριμο”:
Εάν είχε δίκιο ή όχι
ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα
το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια
και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη
δένοντας τον ήλιο
μαζί με άλλα λουλούδια στα μαλλιά της
εκατό μύρια σήματα
ζήτα ήτα ωμέγα
που εάν δεν σου αρμόσουν λέξη
αύριο
θα’ναι χθες για πάντα
μιλώ φιλοσοφία
στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα
που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια…
Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι η αυθαίρετη, άσχημη διευθέτηση των γραμμών που δείχνει όχι κάποια βαθιά σημασία μα περιφρόνηση και προς την Ποίηση και τον αναγνώστη. Είναι η εφετζίδικη ελαφρόμυαλη προσ- και παρα-ποίηση του ΟΕ. Ποιος χρειάζεται τέτοια ανόητη στιχοθέτηση; Μετά, έχουμε μια διαδοχή από ιδέες, εικόνες, φράσεις, δίχως κεντρικό νήμα ή νόημα. Μιλά, λέει, “φιλοσοφία”. Και όντως έχει αρχίσει με τον Πλωτίνο, κατά πόσο αυτός ο Νεοπλατωνιστής είχε δίκιο ή όχι, αλλά χωρίς να προσδιορίζει το θέμα! Έχουμε μετά ασύνδετο δίστιχο του ματιού και την Ελένη που δένει τον ήλιο στα (ξανθά) μαλλιά της μαζί με λουλούδια – η μόνη νοηματική νορμάλ εικόνα. Οι επόμενες ακανόνιστες γραμμές είναι ασυναρτησία – την οποία ο ΟΕ πλασάρει ως ποίηση και, κάτι ακόμα πιο υβριστικό, ως “φιλοσοφία” βαθυστόχαστη!
3. Το έργο που όλοι μνημονεύουν με θαυμασμό είναι Το Άξιον Εστί, αρκετά νωρίτερα, 1959. Σε κάποιο προηγούμενο άρθρο ανέλυσα μερικές γραμμές δείχνοντας τις ίδιες αδυναμίες. Σήμερα παίρνω ακόμα ένα μικρό τμήμα μαζί με τα σχόλια του Λιγνάδη που καλύπτουν διπλάσιες σελίδες από το ποίημα. Αν χρειαζόμαστε τόσες επεξηγήσεις είναι σαφές πως το ποίημα δεν είναι ούτε εύληπτο ούτε αξιόλογο.
Ο έκτος ύμνος στο πρώτο μέρος, ‘Γένεσις’, αρχίζει με τη σύσταση “Αλλά πρώτα θα δεις την ερημιά και της δώσεις το δικό σου νόημα” – που είναι βέβαια πολύ βολικό! Ο Λιγνάδης παραπέμπει στον ψαλμό 62 (ή 63) όπου, σε αντίθεση, η ψυχή έχει διψάσει για τον θεό και τον κράζει. Πολλές παραπομπές του Λιγνάδη είναι άσχετες. Παρέρχομαι μερικές γραμμές και διαβάζω για τη Γνώση όπου ο ποιητής-
Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ’ απύθμενα
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας/νύχτες και νύχτες
Ο Λιγνάδης εξηγεί πως το “κατεβαίνοντας δικαιολογείται στη μεταφορά εφ’ όσον έχει προηγηθεί το ‘απύθμενο’” κι εξηγεί το “λιανό” ως ‘λιγνό΄- πολύ σωστά. Μα δεν σχολιάζει το “σκοινί”! Τι είναι αυτό το σκοινί – με τι αντιστοιχεί στη μεταφορά; Ο Λιγνάδης αγνοεί τη θολούρα εδώ. Λίγο πιο κάτω έχουμε:
Υπαρκτή γυναίκα/ “Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή”
και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο
Τρικύμισα/ όπως κάβος πάτησα βαθιά/ που αέρα πήρανε οι σπηλιές
Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή
Γοργά κάτω απ’ τα νερά η ζαργάνα.
Κακοφτιαγμένες γραμμές με συγκεχυμένες εικόνες και απότομες μεταπτώσεις που περνούν ως συμβολικές με βαθύ νόημα. Το καταστάλαγμα της γνώσης είναι η αγνότητα, λοιπόν, και η … σεξουαλική πράξη “δόντια με δόντια”. Εδώ ο Λιγνάδης βρίσκει συνάφεια με τους στίχους του Σολωμού στο Λάμπρος, Η Δέηση της Μαρίας “χείλη με χείλη τότε κολλήθηκαν/ όσα έδωσαν φιλιά τόσα μαχαίρια” – που όμως έχουν και διαφορετικό πλαίσιο και διαφορετική σημασία, πάλι άσχετα! “Τρικύμισε” ο στιχουργός στο ερωτικό σμίξιμο και πάτησε βαθιά “όπως κάβος”. Εδώ ο Λιγνάδης βλέπει τον κάβο ως το ανδρικό όργανο και τη θάλασσα ως το θηλυκό, αλλά δεν βλέπει πως είναι ο άντρας που εδώ τρικύμισε ενώ στον πραγματικό κόσμο δεν είναι ο κάβος μα η θάλασσα που τρικυμίζει! Μετά περνάμε σε πρόσθετα σύμβολα (σπηλιές, αέρας, άσπρο σανδάλι) τα οποία ο Λιγνάδης δεν επιχειρεί να εξηγήσει μα ερμηνεύει την τελευταία γραμμή ως “στιγμιαία ερωτική λύτρωση” και τη ζαργάνα ως “ανδρικό αιδοίο”! Ο σολιαστής μοιάζει εξίσου ανόητος με τον παρα-ποιητή μας.
4. Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου δημοσιεύθηκε το 1984. Εδώ βρίσκουμε και όμορφους στίχους και άσχημους και πολλή σαχλότητα. Στη σ 10 συναντάμε τη γραμμή
Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε (σ 10).
Η πρώτη φράση “κοτσάνι της νύχτας” μπορεί να σημαίνει πως η νύχτα είναι κοτσάνι, πως κρέμεται από κοτσάνι ή πως έχει ένα κοτσάνι. Καμιά εκδοχή δεν ικανοποιεί διότι κοτσάνι, κάτι πολύ λιγνό κοντό ή μακρύ, δεν είναι συμβατό με τη νύχτα που απλώνεται γύρω μας απεριόριστα. Και πώς “σπάραζε” το φεγγάρι στο κοτσάνι της νύχτας; Άγνωστο. Είναι ένα σαχλότατο, προσβλητικό, ανυπόστατο σχήμα.
Στη σ 43 συναντάμε μια έξοχη παρομοίωση:
Μέρα τρεμάμενη όμορφη σα νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού…
Συνήθως δεν σκεφτόμαστε το νεκροταφείο όμορφο. Δεν θέλουμε το σπίτι μας κοντά του αφού είναι χώρος θανάτου με μνήματα και οστεοφυλάκια, ίσως και φαντάσματα! Από την άλλη, αν το προσέξεις και το καλοσκεφθείς, είναι όμορφος τόπος με μαρμάρινες πλάκες, σταυρούς, λουλούδια, κυπαρίσσια. Πίσω, κάτω, από την ομορφιά και οποιαδήποτε άποψη της ζωής, κρύβεται ο θάνατος. Ίσως γι’ αυτό η μέρα είναι “τρεμάμενη” – καθώς τρεμουλιάζει μεταφορικά ανάμεσα στην ομορφιά και τον θάνατο. Αλλά και κυριολεκτικά είναι τρεμάμενη καθώς φυσά και βρέχει (=κατεβασιές ψυχρού ουρανού) και το φως πηγαινοέρχεται αδύναμο.
5. Η τελευταία συλλογή του ΟΕ Εκ του πλησίον δημοσιεύθηκε μεταθανάτια και περιέχει όλα όσα επισημάναμε ως εδώ, μερικούς καλούς στίχους και πάμπολλους κακούς – ο σουρεαλισμός σε όλη του την “ένδοξη” παραφροσύνη. Στη σ 12 διαβάζω “ο στάχυς μεταβάλλει τη σοφία του σε άρτο”· στη σ 19 “περαστικές ραγδαίες φυλλίδες μετατοπίζουν το άγνωστο”· στη σ 33 “Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε περάσει”. Είναι όμως γραμμές μεμονωμένες. Δεν υπάρχει ολόκληρο ποίημα. Το αντίθετο, κυριαρχεί ξεφάντωμα ασυναρτησίας (σ 62):
Ένα πανέρι με καθαρή κέρινη σουλτανίνα θα βοηθούσε
στον καιρό του να βγει διαφορετική απόφαση για
τον Σωκράτη./ Η φράουλα(=σταφύλι) είναι της
Τετάρτης με λιγάκι συννεφιά./ Όσο για τα ροζακιά
Είναι φρεγάτες για πορθμούς ευρύστερνους.
Αυτές οι γραμμές δεν χρειάζονται σχόλιο ή ανάλυση
Νωρίτερα, στη σ 31 είχε γράψει “Αυτά που γράφω δεν γίνονται ούτε παίζονται”, αλλά, στην πραγματικότητα, παίζει με όλα αυτά με πολλή σκέψη, μου φαίνεται, γιατί γνωρίζει πως δεν έχει τίποτα να πει μα πρέπει να διατηρήσει το ίματζ του μεγάλου και σοφού ποιητή. Όσο πιο ακαταλαβίστικες οι φράσεις και οι εικόνες, όσο πιο ασύνδετες και με λίγο εξυπνακισμό εδώ κι εκεί, τόσο το καλύτερο.
Τέτοιες επινοήσεις δεν συνιστούν ποίηση: είναι παρα-ποίηση και, στα λόγια του Τολστόι, κίβδηλη τέχνη.
Η φήμη του Ελύτη ως σπουδαίου ποιητή δείχνει τη θλιβερή ακρισία που επικρατεί ακόμα και σε δήθεν καλλιεργημένους ανθρώπους στη χώρα μας και αλλού. Το βραβείο Νόμπελ όπως και στην περίπτωση του Σεφέρη – και άλλων, ξένων ποιητών – δεν σημαίνει τίποτε από αυτή την άποψη.