1. Η αντικειμενική αντιστοιχία δεν είναι ακριβώς “αρετή” με τη φιλοσοφική έννοια της λέξης. Είναι το βασικό συστατικό της καλής ποίησης που την κάνει να ξεχωρίζει από την παρα-ποίηση και προσ-ποίηση.
Η αρετή της ποίησης συνίσταται στο να μεταδίνει ένα νόημα κι ένα συναίσθημα που ανοίγει καρδιά και νου στον ακροατή ή αναγνώστη. Αν έχεις εντρυφήσει, ξέρεις πότε υπάρχει ποίηση και πότε παραποίηση. Η ΑΑ είναι ένα καλό κριτήριο. Πάρτε τις ακόλουθες γραμμές από τον ίδιο ποιητή για όμοιο θέμα.
(α) Μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες οι αγκάλες τ’ ουρανού…
Εδώ έχουμε ποίηση γιατί όντως μερικές μέρες μοιάζουν να ωριμάζουν στις “αγκάλες τ’ ουρανού”: είναι αλήθεια, αφού όλα τα γεγονότα συμβαίνουν πάνω στη γη που βρίσκεται συνεχώς στην αγκαλιά (ή κάτω από την εποπτεύουσα παρουσία) του ουρανού. H φράση «αγκάλες τ’ουρανού» προέρχεται από το Ερωτόκριτος του Κορνάρου κι έτσι ο στίχος εντάσσεται στη δημοτική μας ποιητική παράδοση. Επιπλέον είναι καλό το ότι ο ποιητής μας υπενθυμίζει πως οι μέρες είναι αγκάλες του ουρανού. Αλλά –
(β) Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι/ ψηλά στο
θόλο του γαλάζιου – / δες τον, θ’ ανοίξει.//
Αναστάσιμη ωδίνη.
Εδώ βρίσκω προσποίηση, όχι ποίηση, παρά την ποιητική φόρμα και σκέψη. Δέχομαι πως ένα πουλί πετά ψηλά αργά κι έτσι μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι στο γαλάζιο του ουρανού. Αλλά επειδή “το χαράκι” εξαφανίζεται καθώς το πουλί προχωράει, μου μένει κάποια ενόχληση. Αυτή τώρα γίνεται απαρέσκεια με την τρίτη γραμμή, διότι κοιτώ, όπως με προσκαλεί η φράση “δες τον, θ’ ανοίξει” μα δεν βλέπω ν’ ανοίγει. Και με την τελευταία γραμμή που είναι παντελώς άσχετη, σκέτη διανόηση, νιώθω πως πάει να με εξαπατήσει. Ο θόλος δεν ανοίγει και δεν υπάρχει καθόλου αναστάσιμος πόνος τοκετού. Ο Σεφέρης θα ήθελε αυτό να συμβεί, μα δεν συμβαίνει. Έτσι μας δίνει εδώ κακή ποίηση που ψευτίζει όντας προσποίηση.
2. Άλλες αρετές της ποίησης είναι αποκαλυπτική σκέψη και συγκίνηση σχετικά με ο,τιδήποτε, ακόμα κι έναν λεκέ καφέ στο χαλί. Δεν χρειάζονται φαντασμαγορικές εκλάμψεις κι εξωπραγματικές εμπειρίες. Θα έχουμε ποίηση αν μια κοινότατη έστω εμπειρία δοθεί με απλότητα και καθαρότητα, ντυμένη σε σχήματα λόγου που αφυπνίζουν κι ευχαριστούν τον νου αποκαλύπτοντας και μια διάσταση που συνήθως δεν επισημαίνεται.
Τις σκέψεις αυτές τις γράφω με αφορμή το ακόλουθο σχόλιο που έστειλε φίλη της ιστοσελίδας μας.
Ευχαριστώ πολύ, τώρα καταλαβαίνω καλύτερα την αντικειμενική αντιστοιχία, για την οποία, δεν ήξερα, αφού δεν έχω διαβάσει τον Έλιοτ, ή τον Σεφέρη ή τον Βαγενά (βασικές φιλολογικές ελλείψεις). Είναι λοιπόν, κάτι σαν τα πραγματολογικά στοιχεία που φροντίζει κανείς στην πεζογραφία, ώστε να δικαιούται να “περάσει” άνετα τις ιδέες ή τα νοήματα που θέλει; Yπαινικτικά, όπως αναφέρετε, ώστε να μην δώσει άμεσα και κουραστικά, κατά τη γνώμη μου, για τον αναγνώστη το συναίσθημα που επιθυμεί να δώσει; Και η επόμενη ερώτησε είναι: εκτός από την ΑΑ, ποια άλλη αρετή πρέπει να έχει ένα καλό ποίημα;
φιλικά, Μούσα
3. H Ποίηση έχει πολυποίκιλα συστατικά που χρησιμοποιούνται ως μέσα για να προωθήσουν τη λειτουργία της και να αναδείξουν τις αρετές της. Η λειτουργία της είναι να μεταδίδει σκέψη και συγκίνηση αφυπνίζοντας τον νου και συγχρόνως δίνοντας ευχαρίστηση και μια νέα θεώρηση.
Σε παλαιότερες εποχές, πριν την εξάπλωση “του ελεύθερου στίχου”, χρησιμοποιούνταν ποικίλα μέσα (ή στολίδια) για να στηρίξουν την ποιητική μορφή. Αυτά έχουν σε μεγάλο βαθμό παραγκωνισθεί από τον εξυπνακισμό που έγινε ισχυρότατη συνήθεια και μεγάλος εχθρός της ποίησης καθώς επιχειρεί να εντυπωσιάσει επιφανειακά.
Οι ποιητές χρησιμοποιούσαν έμμετρες γραμμές (=στίχους). Τα μέτρα ήταν ποικίλα, αλλά τέσσερα κυριαρχούσαν – συνήθως ένα και ίδιο σε ένα ποίημα:
ίαμβος (ατόνιστη συλλαβή, τονισμένη): κοιτάς ψηλά κοιτάς μακριά υχυχυχυχ…
τροχαίος (ατόνιστη, τονισμένη) : Ένα κτύπαε τα’ άλλο χέρι χυχυχυχυ…
ανάπαιστος : και στην κόμη στεφάνι φορεί υυχ/υυχ/υυχ/…
δάχτυλος : πέρα στη θάλασσα, πίσω απ’ τα όρη χυυ/χυυ/χυυ…
Υπάρχουν κι άλλα όπως και βραχύτεροι και μακρύτεροι στίχοι. Αλλά αυτά τα μέτρα είναι τα συνηθέστερα. Στο τελευταίο δείγμα βλέπουμε το φαινόμενο της συνίζησης: πίσω απ’ όπου το ω και το α προφέρονται σαν μια συλλαβή, σαν δίφθογγος. Για όμοιο λόγο, για να οικονομηθεί μια συλλαβή χρησιμοποιείται η κράση, όπως – θά ’λεγες, μού ’πες.
Μετά υπάρχουν οι στροφές με δύο, πέντε, οχτώ στίχους κλπ. Κάθε στροφή συνήθως διατυπώνει και αναπτύσσει μια ιδέα, ένα θέμα. Πχ:
Ουρανέ μεγάλε/ στην καρδιά μας βάλε/ τη βαθιά σιωπή.//
Ήλιε στρατηλάτη/ κάψε κάθε απάτη/ από την ψυχή.//
Κι εδώ βλέπουμε κι άλλο στοιχείο, την ομοιοκαταληξία ή ρίμα. Εδώ πάει ααβγγβ και λέγεται ζευγαροπλεχτή. Αλλού είναι ζευγαρωτή ( αα, ββ κλπ), αλλού πλεχτή (αβαβ), αλλού σταυρωτή (αββα) κι αλλού ελεύθερη (αβααβγδγγδ, κλπ).
Το μέτρο και η ρίμα αναγκάζουν τον ποιητή να προσέχει, να σκέφτεται ξανά και ξανά, να γράφει, να σβήνει, να διορθώνει. Αυτό κάνει ο καλός ποιητής. Ο άτσαλος, ο ποιητάρης αρκείται στη μηχανική συμμόρφωση και παράγει εξυπνακισμό ή κακή γραφή.
Αρπώ το μισοφέγγαρο/ για αιμόσταχτο μαχαίρι
ν’ αποξηλώσω απ’ τ’ ουρανού/ το θόλο κάθε αστέρι.
Εδώ έχουμε εξυπνακισμό, κάκιστη γραφή και δεν καταλαβαίνω γιατί θέλει ο στιχοπλόκος να αποξηλώσει κάθε άστρο από τον ουρανό! Και πώς είναι «αιμόσταχτο μαχαίρι» το φεγγάρι αφού δεν άρχισε να αποξυλώνει τα άστρα και αυτά δεν έχουν αίμα;!; Υπάρχουν και χειρότερα.
4. Αυτά τα στοιχεία είναι περιοριστικοί μηχανισμοί για ενότητα μορφής. Ενότητα όμως δίνεται και από το θέμα του ποιήματος και τον τρόπο ανάπτυξής του. Εδώ παίζουν σπουδαίο ρόλο τα καθιερωμένα σχήματα λόγου.
Η μεταφορά είναι το κυριότερο – ιδίως στην εποχή μας. Π.χ. ένα διάσελο σε δασωμένο βουνό περιγράφεται ως πράσινο σαλόνι των ανέμων επειδή φυσά πολύ. Η μεταφορά είναι παρομοίωση συμπιεσμένη: το μέρος τριγυρισμένο με τις πράσινες φυλλωσιές των δέντρων μοιάζει με σαλόνι για ανέμους. Ή, άλλο παράδειγμα, ανάκτορα που αράχνιασαν με προδοσίες: εδώ όπως οι αράχνες πλέκουν τον ιστό τους συνήθως χωρίς να τις βλέπουμε, έτσι πλέκονταν και προδοσίες στα ανάκτορα• επιπλέον, το αράχνιασμα δείχνει έλλειψη φροντίδας και καθαριότητας κι εγκατάλειψη, κι έτσι, υπονοείται, οι προδοσίες πρέπει να ήταν πολλές για να επιφέρουν όμοια κατάσταση.
Άλλο κοινό σχήμα είναι η παρομοίωση όπου κάτι συγκρίνεται με κάτι άλλο ως προς τη μορφή , την κατάσταση, την ενέργεια, την ιδιότητα ή δράση. Π.χ. κάποιος ακολουθεί πρόθυμος σαν παρελθόν αλησμόνητο η προθυμία είναι μεγάλη αφού το αλησμόνητο παρελθόν δεν παύει να μας ακολουθεί οπουδήποτε. Ή, σε άλλο παράδειγμα, κατσίκια κουδουνίζουν φεύγοντας όπως φεύγουν κοπάδια γνώμες απ’ τον νου αφήνοντας μνήμες σιωπηλές. Να και μια περιφραστική παρομοίωση: άντρας έδινε την εντύπωση ανάπηρου/ σιδεροπρίονου. Εδώ έδινε την εντύπωση = ‘έμοιαζε με, ήταν σαν’. Η παύση στο τέλος της γραμμής (/) αρχικά δίνει την εντύπωση πως ο ίδιος ήταν ανάπηρος, μα μετά σοκάρει το σιδεροπρίονο.
Προσωποποίηση επίσης είναι κοινό σχήμα λόγου στην ποίηση με το οποίο ένα φαινόμενο, πράγμα ή πλάσμα άλλο από άνθρωπο μετατρέπεται σε ανθρώπινο ον και η περιγραφή γίνεται πιο εντυπωσιακή και άμεση. Π.χ. με το φθινόπωρο ο χρόνος λαχανιάζει στα τελευταία του όπου το λαχάνιασμα είναι ανθρώπινη ανάσα και “στα τελευταία του” υπονοείται ο θάνατος. Άλλο παράδειγμα – μυδράλια μορφάζουν με γκριμάτσες πόνου: είναι οι άνθρωποι που μορφάζουν με γκριμάτσες πόνου και στην περίπτωση αυτή έχουμε και αντιστροφή, όπου οι γκριμάτσες πόνου δεν ανήκουν στα μυδράλια αλλά σε αυτούς που πυροβολούνται καθώς τα μυδράλια εκπέμπουν πυρ και σφαίρες κι έτσι κι αυτά είναι σα να μορφάζουν.
Άλλα σχήματα είναι μετωνυμία (όπως – πένα αντί για συγγραφέας και ξίφος αντί για πολεμιστής), παραδοξολογία (όπως – φανταστικά κι απίθανα πεζό όπου τα επιρρήματα είναι ασύμβατα με το επίθετο ‘πεζό’, συνεκδοχή (όπως – κοπέλα 17 Μαίων = 17 χρονών), υπερβολή (όπως – ο άνεμος σκορπά φούχτες χιλιόμετρα βροχής).
5. Κοιτάξτε τώρα τις ακόλουθες γραμμές:
Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της/ Μαζί της κατεβαίναμε
στον ύπνο/ Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα…
Κι εδώ έχουμε τα στολίδια της ποίησης – μεταφορές, παραδοξολογία (ψαρεύαμε πουλιά!) κάποια προσωποποίηση (μαζί της ψαρεύαμε). Ακόμα και απλότητα με καθημερινό λεξιλόγιο. Αλλά είναι κακή ποίηση από ατζαμή ποιητάρη. Πώς μας σήκωσε “στα φτερά” η θάλασσα;… Έχει πλευστότητα, άνωση, άπωση, δύναμη ανύψωσης, αλλά ποια μέρη της μοιάζουν με φτερά;… Όχι τα κύματα, πάντως. Μετά πώς ψάρευε μαζί με τη θάλασσα πουλιά στον αγέρα;… με απόχη, παραγάδι;… Είναι πρόζα κομμένη να μοιάζει ποίηση.
Λείπει η ΑΑ και η έλλογη, νοηματική αλληλουχία. Ο αφηγητής προσπαθεί να γράψει ποίηση και νομίζει πως πετυχαίνει – και μάλιστα καλά. Όμως του λείπει το ταλέντο και η απαραίτητη εξάσκηση και προπαρασκευή. Και συγκρίνετε,τώρα, με στίχους όπου με το πρωινό
Σ’ όμορφη λίμνη ξυπνάνε αντανακλάσεις
Κι εγείρουν τόσα ερωτήματα μ’ άσπρους λαιμούς οι κύκνοι
Γλιστρώντας άψογα στ’ ανάποδα της πλάσης.
Εδώ υπάρχει ρυθμός (μίγμα ιάμβων, δαχτύλων και τροχαίων). Υπάρχει προσωποποίηση (αντανακλάσεις ξυπνάνε, κύκνοι θέτουν ερωτήματα). Η δεύτερη έχει στήριξη από το ότι οι κυρτοί λαιμοί των κύκνων μοιάζουν με ερωτηματικά. Οι αντανακλάσεις είναι τ’ ανάποδα της πλάσης καθρεφτισμένα στα νερά που στο σκοτάδι δεν φαίνονται – είναι σαν να κοιμούνται. Και τα ερωτήματα – δεν το λέει μα το υπαινίσσεται ο ποιητής – σχετίζονται με αυτή την κατάσταση: τι είναι πραγματικότητα – τα γύρω, τ’ανάποδα όπου γλιστρούν τα πουλιά ή κάτι άλλο;..
Εδώ υπάρχει και συναίσθημα και προβληματισμός – αλλά κυρίως ΑΑ, το βασικό στήριγμα της καλής ποίησης.
6. Έχω δώσει αρκετά δείγματα και καλής και – πολύ περισσότερα δυστυχώς – κακής ποίησης. Μόνο διαβάζοντας πάλι και πάλι και αναλύοντας ποιήματα έτσι όπως έχω δείξει σε αυτά τα άρθρα, μαθαίνει κανείς τι εστί ενάρετη (=καλή) ποίηση.
Τη γεύση της μπανάνας την ανακαλύπτεις μόνο τρώγοντας μερικές μπανάνες.
Ένα τελευταίο ειδικά για σένα, Μούσα! Τα Ελληνικά είναι πολυσύλλαβα. Είμαστε πολυλογάδες. Πχ. – άστρο/αστέρι star; ουρανός sky/heaven; αγελάδα cow; α(γ)έρας/άνεμος air/wind; θάλασσα sea; σπίτι/κατοικία/κατοίκηση house/home/residence; αμάξι car – κλπ κλπ. Έτσι τόσο ο δεκασύλλαβος στίχος του σονέτου και ο πεντασύλλαβος ή επτασύλλαβος στίχος του χάι-κου που χρησιμοποιούνται άνετα στα Αγγλικά δεν είναι κατάλληλοι στη γλώσσα μας: εμείς χρειαζόμαστε περισσότερες συλλαβές. Γι’ αυτό είχε παλιά καθιερωθεί ο δεκαπεντασύλλαβος. Οι παλιοί, ως συνήθως, γνώριζαν καλύτερα.