του Ανδρέα Δρυμιώτη*
Τα τελευταία χρόνια της κρίσης εμφανίστηκαν πολλοί που είτε υπόσχονταν είτε απειλούσαν ότι οι συμπολίτες μας δεν θα πλήρωναν. Το «Κίνημα Δεν Πληρώνω» (ΚΔΠ) ακριβώς αυτό έκανε. Η πληρωμή των υποχρεώσεων ήταν κατά βούληση. Αν δεν θέλει να πληρώνει κάποιος τα διόδια μπορεί να μην τα πληρώνει χωρίς συνέπειες. Αν άλλος δεν θέλει να πληρώνει τη ΔΕΗ και αυτός μπορεί να το κάνει, γιατί τα μέλη του ΚΔΠ θα του επανασυνδέσουν τη ΔΕΗ σε περίπτωση διακοπής. Ο ίδιος ο σημερινός πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι δεν θα πληρώσει το «χαράτσι». Ακόμα, κορυφαίο στέλεχος του ΚΔΠ, σήμερα είναι υφυπουργός σε πολύ σημαντικό υπουργείο, πιστοποιώντας έτσι ότι η σημερινή κυβέρνηση επιβραβεύει με τον καλύτερο τρόπο αυτούς που δεν αναγνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους.
Πρέπει επίσης να θυμάστε το σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» με το οποίο γαλουχήθηκε μια ολόκληρη κατηγορία οφειλετών, οι οποίοι πίστεψαν ότι τα δάνεια μπορούν να «εξαφανιστούν» χωρίς καμία συνέπεια. Αυτό που ίσως δεν θυμάστε είναι ότι μια βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, δήλωνε το καλοκαίρι του 2013 ότι «εάν το δίλημμα είναι ένα εκατομμύριο ξεσπιτωμένοι ή εκλογές, τότε είναι εύκολο δίλημμα. Δεν πρέπει κανείς να φοβάται τις εκλογές». Αυτά και άλλα πολλά έλεγε εκδηλώνοντας την αντίθεσή της στη συζήτηση που γινόταν τότε σχετικά με τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας. Ω του θαύματος, όμως, η κυρία αυτή είναι σήμερα υφυπουργός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε πολύ σημαντικό υπουργείο και φυσικά ψήφισε τη ρύθμιση για τα «κόκκινα» δάνεια και είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα ψηφίσει και τις ρυθμίσεις για τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας. Αλλά οι συμπτώσεις δεν σταματούν εδώ. Μια βουλευτής της Ν.Δ., που έγινε και αυτή αργότερα υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, δήλωνε επίσης το καλοκαίρι του 2013 ότι «καλύτερα να καταρρεύσει η αγορά ακινήτων, παρά να γίνει πρώτα εμφύλιος». Βλέπετε πώς επιβραβεύονται όλοι αυτοί που μας προέτρεπαν να μην πληρώνουμε και ότι θα καταψηφίσουν (ανεξάρτητα από τις συνέπειες) οποιαδήποτε ρύθμιση αφορά τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας. Ετσι ακριβώς παρασύρθηκε ο λαός και πίστεψε ότι μπορούσε να μην πληρώνει τις υποχρεώσεις του, χωρίς να μπορεί κανείς να του πάρει το σπίτι. Μετά ήταν και η σεισάχθεια. Το κόμμα που σήμερα μας κυβερνά υποσχόταν προεκλογικά ότι θα διαγραφεί το 80% των δανείων και έτσι όλοι περίμεναν (και μπορεί ακόμα να περιμένουν) ότι αντί να χρωστάνε 100 θα χρωστάνε μόνο 20.
Αν όμως τα «κόκκινα» δάνεια τα αντιμετωπίζαμε ως πρόβλημα που πρέπει οπωσδήποτε να επιλυθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ίσως να μη φτάναμε στη σημερινή κατάσταση. Δυστυχώς, αυτό είναι κοινό χαρακτηριστικό στην αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων στη χώρα μας. Η καθυστέρηση οξύνει το πρόβλημα και οι συνέπειές του γίνονται επαχθέστερες. Εμείς, όμως, ενώ από τη μια αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει πρόβλημα, από την άλλη δεν θέλουμε να το λύσουμε γιατί η οποιαδήποτε λύση είναι ευνόητο ότι θα έχει συνέπειες σε ορισμένους που δεν θέλουμε να στενοχωρήσουμε, έστω και αν στενοχωρούμε όλους τους άλλους που είναι συνεπείς και συνήθως είναι και πολυπληθέστεροι.
Τώρα που η κυβέρνηση, υποχρεωμένη από το Μνημόνιο ΙΙΙ, έφερε ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των δανείων σε καθυστέρηση (επιχειρηματικά και στεγαστικά εξαιρουμένης της πρώτης κατοικίας) και πάλι υπάρχουν διαμαρτυρίες και αντιρρήσεις, ότι ξεπουλάμε τις επιχειρήσεις στα κοράκια και τους γύπες. Προσωπικά, δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Απλά, ύστερα από κάμποσα χρόνια λαϊκίστικης αδράνειας κάνουμε το αυτονόητο. Δηλαδή, καλούμε τους επαγγελματίες και τους ειδικούς (distress funds) να κάνουν τη δουλειά τους και αφήνουμε στο περιθώριο τους ερασιτέχνες (στελέχη τραπεζών) οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν μόνο με την ψυχρή λογική τη βιωσιμότητα ενός δανείου. Εξάλλου σας φαίνεται λογικό τα ίδια τα στελέχη που κάποτε έδωσαν ένα δάνειο (που πιθανότατα δεν έπρεπε να είχαν εγκρίνει), να καλούνται σήμερα να αξιολογήσουν τις προηγούμενες ενέργειές τους; Δεν είναι ευνόητο ότι ένας τρίτος, που δεν είχε (ούτε έχει) καμία προηγούμενη σχέση με τον δανειολήπτη, να μπορεί να κρίνει πιο αντικειμενικά την κάθε περίπτωση;
* Ο κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.
Πηγή: Καθημερινή