της Γιούλης Επτακοίλη
Υστερικές φωνές, αλληλοκατηγορίες, προσβολές, απειλές, πομπώδεις αποχωρήσεις και κάπου εκεί, μέσα στη θύελλα του παραλογισμού και της αμετροέπειας, ο ψύχραιμος λόγος σαν ψίθυρος από τη διαρκή πάλη να ακουστεί.
Αυτό ζουν όλες αυτές τις μέρες, όσοι ψάχνουν επιχειρήματα, λογική, γόνιμη κριτική στα πρωινά, μεσημεριανά, νυχτερινά πάνελ των τηλεοπτικών καναλιών.
Γίναμε μάρτυρες ακραίων καβγάδων, ασύλληπτων εκφράσεων και απερίγραπτων χαρακτηρισμών από εκπροσώπους κομμάτων. Εμπεδώσαμε εκ νέου τη χαμηλή ποιότητα του πολιτικού προσωπικού, που αδυνατεί να συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα των στιγμών πόσο μάλλον να κατανοήσει την αγωνία των ανθρώπων και φυσικά να παραγάγει εποικοδομητικό λόγο και θετικό έργο. Σαφώς υπήρξαν και εξαιρέσεις, όχι ικανές να αντιστρέψουν το κλίμα.
Ετσι, όλο αυτό το διάστημα το να παρακολουθούμε οικονομολόγους, κοινωνιολόγους και πολιτικούς αναλυτές είναι η όαση στο τηλεοπτικό τοπίο. «Γιατί καλούν τους χειρότερους;» είναι η ερώτηση ενός υγιώς σκεπτόμενου τηλεθεατή. «Κάνουν νούμερα», είναι μια απάντηση που ακούμε συχνά.
Μια απάντηση, όμως, προ πολλού ξεπερασμένη. Ο χρόνος έχει πυκνώσει, τα γεγονότα είναι καταιγιστικά. Δεν μπορείς να απευθύνεσαι στο κοινό με παλιά τηλεοπτικά «εργαλεία», ειδικά όταν το ίδιο έχει επιδείξει την πολιτική ωριμότητα που είδαμε στις παράλληλες συγκεντρώσεις του «όχι» και του «ναι» την Παρασκευή πριν από το δημοψήφισμα – το μεγάλο κέρδος των ημερών. Αλλη μια απόδειξη της απόστασης που χωρίζει τους πολιτικούς από την κοινωνία, η οποία παρέμεινε εντυπωσιακά ψύχραιμη. Η τηλεόραση που εξέθρεψε την Ελένη Λουκά, η οποία σήμερα επιτίθεται λεκτικά σε Αμερικανούς και Φινλανδούς δημοσιογράφους, διεκδικώντας και αυτή το δικό της μερίδιο, δεν βρίσκει πια παρά ελάχιστους θεατές.
Υπάρχουν στα περισσότερα κόμματα άνθρωποι που μπορούν να τιμήσουν τον διάλογο, να μιλήσουν με επιχειρήματα, να συμβάλουν στην ενημέρωση του κοινού. Αυτοί πρέπει να έχουν θέση στα τηλεοπτικά στούντιο.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, φυσικά περισσότερο η τηλεόραση λόγω της αμεσότητάς της, έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής. Είναι μια ευκαιρία να αλλάξουν τους κανόνες του διαλόγου και να καλλιεργήσουν μια νέα «γλώσσα», ουσίας και όχι εντυπωσιασμού.
Πηγή: Καθημερινή