από τον Νίκο Μπέλλο
Η επιμήκυνση της προθεσμίας για τη μείωση του ελλείμματος που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ισπανία αποδεικνύει πως είναι δυνατή η τροποποίηση και του ελληνικού μνημονίου, υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρ νηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου θα αναπτύξει σοβαρή επιχειρηματολο γία στους εταίρους.
Είναι η δεύτερη συνεχόμενη αλλαγή του προγράμματος που αποσπά η Μαδρίτη από την αρχή του έτους. Την πρώτη φορά η κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι πέτυχε να μετριάσει κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ ή 5 δισ. ευρώ το στόχο για τη μείωση του ελλείμματος το 2012.
Ωστόσο, επειδή η κατάσταση στον τραπεζικό τομέα επιδεινώθηκε ραγδαία και η ισπανική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση εξαιτίας της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, η μείωση του ελλείμματος από 8,9% του ΑΕΠ το 2011 σε κάτω από 3% στο τέλος του 2013 ήταν εντελώς ανέφικτη, δεδομένου ότι η λήψη και νέων μέτρων ήταν πολιτικά και κοινωνικά αδύνατη. Η ισπανική κυβέρνηση ξεκίνησε παρασκηνιακά μια διαπραγμάτευση με την Κομισιόν και το Βερολίνο, δεσμεύτηκε ότι θα θέσει υπό έλεγχο τα ελλείμματα των αυτόνομων περιφερειών, που δημιουργούν και το μεγάλο πρόβλημα, και τελικά πέτυχε το στόχο της, αφού η προθεσμία συμμόρφωσης παρατείνεται μέχρι το τέλος του 2014.
Η γενικότερη επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στην Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, όπου ακροδεξιοί και κομμουνιστές έφτασαν το 30%, και στην Ελλάδα στις 6 Μαΐου, έχει πείσει και τους πλέον δύσπιστους στο Βερολίνο ότι η επιμονή στην πολιτική της μονό πλευρης δημοσιονομικής λιτότητας θα οδηγήσει σε πλήρη αλλοίωση του πολιτικού τοπίου αρχικά και στη συνέχεια σε κοινωνικές εκρήξεις.
Το πρώτο βήμα της αλλαγής πλεύσης καταγράφηκε στην άτυπη σύνοδο κορυφής στις 23 Μαΐου, όπου ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ πέτυχε, χωρίς να καταβάλει υπερπροσπάθεια, να ξεκινήσει τη συζήτηση πάνω σε θέματα ταμπού για τους Γερμανούς, όπως τα ευρωομόλογα και τα ομόλογα έργων, και γενικότερα να καταστήσει την ανάπτυξη βασική προτεραιότητα σήμερα στην Ευρωζώνη.
Όμως η προώθηση πολιτικών και η ικανοποίηση επιμέρους αιτημάτων στην Ευρωζώνη και γενικότερα στην Ε.Ε. γίνονται πάντα με επίμονη διαβούλευση και κυρίως επιχειρηματολογία. Αυτό έκανε ο κ. Ολάντ, πείθοντας και τους πλέον δύσπιστους ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο για την ανάπτυξη. Αυτό έκανε και ο κ. Ραχόι, πείθοντας με τη σειρά του ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει, όχι γιατί η κυβέρνησή του δεν έχει τη βούληση, αλλά γιατί ο λαός του έχει γονατίσει από τη λιτότητα και την ανεργία.
Ελληνικοί παραλογισμοί
Στην Ελλάδα, που έχει όσο καμία χώρα ανάγκη την αλλαγή πλεύσης στην οικονομική πολιτική, τα έχουμε δει όλα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε αρχικά ότι θα καταγγείλει το μνημόνιο, στη συνέχεια ότι θα το επαναδιαπραγματευτεί, μετά ότι θα καταργήσει διά νόμου τη λιτότητα. Θέσεις που υποτιμούν τη νοημοσύνη των περισσότερων πολιτών, διότι είναι προφανές ότι εάν εννοούν αυτά που λένε ότι θα κάνουν, έχουν άγνοια πώς λειτουργεί η Ε.Ε., συνεπώς είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι, εάν, από την άλλη, το κάνουν για εσωτερική κατανάλωση λόγω εκλογών, τότε παραπλανούν τον ελληνικό λαό.
Μονομερής καταγγελία του μνημονίου, που σημαίνει αθέτηση νομικής υποχρέωσης από τη μία πλευρά, απελευθερώνει αυτόματα την άλλη πλευρά. Οι εταίροι έχουν διαμηνύσει σε όλους τους τόνους πως θα σταματήσουν την επόμενη μέρα τη στήριξη. Και θα το κάνουν, γνωρίζοντας ότι από μια κατάρρευση της Ελλάδας θα ματώσουν και οι ίδιοι. Θα το κάνουν γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, μία τριετής προσπάθεια για δημοσιονομική σύγκλιση στην Ευρωζώνη θα είναι σαν να μην έγινε, αφού στη συνέχεια κάθε χώρα θα κάνει ό,τι της αρέσει, αδιαφορώντας για υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και νομικά κείμενα.
Ανέφικτη είναι επίσης η θέση της Δημοκρατικής Αριστεράς να δοθεί στη χώρα προθεσμία μέχρι το 2018 προκειμένου να μειώσει το έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει μεγάλο κόστος για τους εταίρους, αφού θα υποχρεωθούν να συνεχίσουν να στηρίζουν την Ελλάδα και μετά το 2014, που προβλέπει το υφιστάμενο πρόγραμμα. Το πρόσθετο κόστος μπορεί να φτάσει τα 15 δισ. ευρώ, ποσό που σήμερα δεν θα μπορούσε να εγκριθεί από ορισμένα εθνικά κοινοβούλια, όπως της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας.
Η ΝΔ μιλάει για μια επαναδιαπραγμάτευση όχι συνολική, αλλά σε επιμέρους σημεία, με στόχο την ταχύτερη έξοδο από την ύφεση. Προφανώς μεταξύ των αλλαγών που θα ζητήσει θα είναι και μια πιο λογική σε σχέση με αυτή που ζητάει η Δημοκρατική Αριστερά επιμήκυνση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής. Στις Βρυξέλλες δεν τοποθετούνται σε σχέση με αυτά που σχεδιάζει να ζητήσει η ΝΔ, γιατί δεν είναι προς το παρόν σαφή, ώστε να μπορούν να τα κοστολογήσουν. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι θα ακούσουν τις απόψεις του κ. Σαμαρά και θα τις εξετάσουν, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα δεχτούν αιτήματα που απομακρύνονται σημαντικά από το χρονοδιάγραμμα του δεύτερου μνημονίου.
Εξετάσεις βούλησης
Το βέβαιο είναι πως καμία αλλαγή δεν πρόκειται να γίνει δεκτή εάν δεν πειστούν οι πιστωτές μας ότι η απέναντι πλευρά είναι αποφασισμένη να τηρήσει τις δεσμεύσεις που θα αναλάβει. Όπως έκαναν δηλαδή οι Ισπανοί, οι οποίοι πρώτα έλαβαν μέτρα, ώστε στο μέλλον να μην υπάρξει υπέρβαση των ελλειμμάτων από τις αυτόνομες περιφέρειες, και στη συνέχεια πήραν την απολύτως αναγκαία επιμήκυνση για τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Μέχρι να βεβαιωθούν γι’ αυτό, οι εταίροι θα συνεχίσουν να κρατούν σκληρή στάση, όπως η προειδοποίηση που απηύθυνε την Τετάρτη η Κομισιόν, ότι δηλαδή οι πιστωτές θα συνεχίσουν να παρέχουν τη στήριξη μόνο εφόσον εφαρμοστούν τα μέτρα του προγράμματος. «Η αποφασιστικότητα των ελληνικών Αρχών να επιμείνουν στις συμφωνημένες πολιτικές θα δοκιμαστεί τους επόμενους μήνες, όταν θα πρέπει να προσδιοριστούν μέτρα περιορισμού του ελλείμματος, προκειμένου να κλείσει το μεγάλο χάσμα για το 2013 και το 2014» αναφέρει η Κομισιόν.
Ωστόσο οι Βρυξέλλες σπεύδουν να καθησυχάσουν τους Έλληνες πολίτες, διαβεβαιώνοντας ότι τα επιπλέον μέτρα για το 2013 και το 2014 θα βασίζονται στην περικοπή δαπανών. «Η εξοικόνομηση δαπανών θα επικεντρωθεί στον τομέα της άμυνας, στην αναδιάρθρωση της κεντρικής και της τοπικής διοίκησης, καθώς και στη μείωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα» αναφέρουν οι Βρυξέλλες, οι οποίες έστω και με καθυστέρηση δύο ετών διαπίστωσαν ότι τα εισπρακτικά μέτρα δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, απλώς εξαθλιώνουν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Πηγή: Free Sunday